Διισταμένες απόψεις για τις προοπτικές της οικονομίας στην Ευρωζώνη και ειδικότερα στην Ελλάδα εμφανίζονται σε αμερικανικά ΜΜΕ τις τελευταίες μέρες. Με αφορμή την έλευση της νέας χρονιάς, επιχειρείται συνολική αποτίμηση των εξελίξεων κατά το 2013 και καταγράφονται εκτιμήσεις για το τι μέλλει γενέσθαι.
Σε άρθρο στην ιστοσελίδα του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CNBC καταγράφηκαν ορισμένες από τις προκλήσεις που θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει η Ευρώπη το 2014. Σε αναφορά για την Ελλάδα υποστηρίχθηκε ότι αναμένονται «νέες ανατροπές» στη χώρα από την οποία ξεκίνησε η κρίση. Όπως σημειώθηκε, μετά από τρία χρόνια έντονης ανησυχίας για ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, τα πράγματα άρχισαν πλέον να βελτιώνονται το 2013, καθώς προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα και σταδιακή μείωση της υψηλής ανεργίας.
Στη συνέχεια, επισημάνθηκε ότι δεν μπορούν ωστόσο να αποκλεισθούν νέες αναταράξεις, καθώς η κυβέρνηση, μετά τις περικοπές και τη φορολόγηση που επέβαλε στον ιδιωτικό τομέα στρέφεται τώρα στο Δημόσιο, προκαλώντας την ανησυχία των εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο, η πτώση της δημοφιλίας επίσης της κυβέρνησης συνεργασίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκλογέςτο 2014.
Η Wall Street Journal ανέφερε σε σχετικό δημοσίευμα ότι η Ελλάδα αναμένεται να επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, ενώ ευοίωνες προοπτικές για την Ευρωζώνη το 2014 προβλέπουν οι περισσότεροι αναλυτές, παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων, εξαιτίας κυρίως του υψηλού χρέους σε κάποια από τα κράτη-μέλη της. Όπως επισημάνθηκε, οι σημαντικότερες εξελίξεις στην Ευρωζώνη το 2013 δεν ήταν αυτές που έγιναν, αλλά αυτές που δεν έγιναν. Το ευρώ αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανθεκτικό, παρά τις αναταράξεις που τα προηγούμενα έτη θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν τις ανησυχίες για την επιβίωση του κοινού νομίσματος.
Στη συνέχεια, επισημάνθηκε ότι η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα κατόρθωσαν επίσης να εξαλείψουν τα τεράστια δημοσιονομικά τους ελλείμματα και να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον ξένο δανεισμό. Ειδικά για την Ελλάδα, σημειώθηκε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή της, ιδίως, κατά 19%, αποτελεί ένα «αξιοσημείωτο επίτευγμα» που επιτρέπει στη χώρα να πετύχει το 2013 πρωτογενές πλεόνασμα.
Η Wall Street Journal, σε κύριο άρθρο της, αναφέρθηκε και στα προβλήματα που θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη το 2014, σημειώνοντας παράλληλα ότι το 2013 η Ευρωζώνη κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις σχετικά με το κυπριακό σχέδιο διάσωσης, ενώ η Ιρλανδία βγήκε από το μνημόνιο και το κόστος δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης άρχισε να μειώνεται.
Σε σχέση με την Ελλάδα, επισημάνθηκε ότι η οικονομία παραμένει ασταθής και το χρέος της τεράστιο, ενώ, από την άλλη πλευρά, για πρώτη φορά επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα στις κρατικές δαπάνες, προ της καταβολής των επιτοκίων για την εξυπηρέτηση του χρέους, που υπολογίζονται στο 4% του ΑΕΠ.
Τέλος, σημειώθηκε ότι το νέο έτος οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στις διαδικασίες και περισσότερο στις προσπάθειες για μια ευέλικτη αγορά εργασίας, μείωση των κρατικών δαπανών και των φόρων, που αποτελούν προϋποθέσεις για την ευημερία της Ευρωζώνης.
Στην ίδια εφημερίδα παρουσιάσθηκαν τα πορίσματα μιας νέας έκθεσης των καθηγητών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff, για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ΕΕ.
Όπως επισημάνθηκε, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, οι ευρωπαϊκές οικονομικές πολιτικές -όπως η περικοπή των ελλειμμάτων για μείωση του χρέους και η εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων για ενίσχυση της ανάπτυξης- δεν συνέβαλαν στην πραγματικότητα αρκετά στη μείωση του χρέους και ενδέχεται ακόμη και να επιβαρύνουν το χρηματοπιστωτικό βάρος. Και αυτό γιατί, όπως τονίσθηκε, τα μέτρα λιτότητας είχαν οξύτερες από τις αναμενόμενες επιπτώσεις στον τομέα ανάπτυξης, ενώ περιορισμένα είναι τα στοιχεία για τη συμβολή των δομικών μεταρρυθμίσεων στην ενίσχυση της ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τους Rogoff και Renhart, τρία είναι τα δυνατά φάρμακα για τη θεραπεία των συνεπειών από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους: η αναδιάρθρωση του χρέους, ο πληθωρισμός και η “χρηματοπιστωτική καταστολή”, που σημαίνει χρήση της κρατικής εξουσίας προκειμένου να εξαναγκαστούν οι τράπεζες να παράσχουν φθηνή χρηματοδότηση για την οικονομία. Μια δόση υψηλού πληθωρισμού, ακόμη και προσωρινού, ίσως είναι ο λιγότερο οδυνηρός τρόπος για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ωστόσο αυτό προσκρούει στην στρατηγική της ΕΚΤ. «Το μέγεθος του προβλήματος», αναλύουν στην έκθεσή τους οι Rogoff και Reinhart, «υποδεικνύει ότι θα χρειαστούν αναδιαρθρώσεις, κυρίως για παράδειγμα στην περιφέρεια της Ευρώπης, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι έχει συζητηθεί μέχρι στιγμής δημοσίως».
Πηγη: iefimerida