- Η μεγαλύτερη απογοήτευση από την άποψη των επιχειρηματικών προσδοκιών καταγράφεται στο λιανεμπόριο, ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλό σημείο
Αθήνα
Τα μέτρα που εφαρμόζονται για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι «απολύτως αναγκαία αλλά όχι επαρκή», επισημαίνει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.
Το ΙΟΒΕ, εκτιμά ότι η συρρίκνωση της οικονομίας είναι μεγαλύτερη στο τελευταίο τρίμηνο του 2010 και επισημαίνει ότι η ύφεση στο σύνολο του 2010 θα ανέλθει στο 4,2%.
Για την ανεργία προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στο 12,2% (για το σύνολο του έτους), ενώ υπολογίζει ότι το τελευταίο τρίμηνο προσέγγισε το 13%.
Η βαθιά ύφεση θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποδυνάμωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω κυρίως της ανόδου της ανεργίας και της περικοπής του υψηλότερου από τα υπόλοιπα επιδόματος Χριστουγέννων στο δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, σε μία πολύ συντηρητική πραγματοποίηση καταναλωτικών δαπανών από το κράτος, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για το έλλειμμα και σε αναιμική επενδυτική δραστηριότητα, ενόψει και του νέου «τοπίου» που θα προκύψει στο συγκεκριμένο πεδίο μετά την ολοκλήρωση των σχετικών κυβερνητικών νομοθετικών παρεμβάσεων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η συμφωνία της κυβέρνησης με την τρόικα και τα μέτρα που έχουν ληφθεί και εφαρμόζονται είναι απαραίτητα για τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Το ΙΟΒΕ χαρακτηρίζει τη συμφωνία ως την «απαραίτητη θεραπεία, την οποία το πολιτικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει», λόγω των «ποικίλων δεσμεύσεών του προς πολλές και διαφορετικές ομάδες συμφερόντων».
Έτσι, το Ίδρυμα επισημαίνει ότι η σημερινή κρίση ίσως είναι μια ευκαιρία διόρθωσης σοβαρών λαθών του παρελθόντος, σε ό,τι κυρίως αφορά τον «δυσκίνητο και αναποτελεσματικό» δημόσιο τομέα.
Χωρίς τη Συμφωνία και το δάνειο των 110 δισ. ευρώ η Ελλάδα θα είχε ήδη κηρύξει στάση πληρωμών, με καταστρεπτικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνική της συνοχή, αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Προειδοποιεί, ωστόσο, πως, αν και τα μέτρα που ήδη εφαρμόζονται είναι απολύτως αναγκαία, «δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκή για την οικονομική ανόρθωση της χώρας».
Αυτό συμβαίνει γιατί:
1) Η συμφωνία δεν καλύπτει μέτρα με σημαντικές δυνητικές ωφέλειες για την ανάπτυξη, είτε σε βραχυπρόθεσμο είτε σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όπως η ανακατανομή των πόρων του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων, η αξιοποίηση της κρατικής ακίνητης περιουσίας κ.ά.
2) Δεν ασχολείται με το βέλτιστο αναπτυξιακό πρότυπο, δηλαδή τη δομή της συνολικής ζήτησης και της συνολικής προσφοράς σε μια δεκαετία από σήμερα, και κυρίως με το πώς θα φτάσουμε σε αυτό.
3) Τα ήδη ληφθέντα σταθεροποιητικά και διαρθρωτικά μέτρα (όπως το Ασφαλιστικό) έχουν «σημαντικά κενά» και πρέπει να συμπληρωθούν.
4) Δεν έχει εξηγηθεί κατά πόσο το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι επιτεύξιμο, τουλάχιστον με βάση την ελληνική εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος και αυτό δημιουργεί έλλειμμα εμπιστοσύνης και ανασφάλεια για το αν η προσπάθεια μπορεί να επιτύχει, καθώς και κερδοσκοπικές τοποθετήσεις.
5) Ακόμα και τα πλέον επαρκή μέτρα χρειάζονται το κατάλληλο όραμα, αποτελεσματική οργάνωση και αποφασισμένη διοίκηση για να εφαρμοστούν και να επιτύχουν.
Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, έρευνες έχουν δείξει ότι το άνοιγμα των επαγγελμάτων και των αγορών και η κατάργηση των «αναχρονιστικών εμποδίων στην επιχειρηματικότητα», μπορούν να επιφέρουν (εφάπαξ) αύξηση του ΑΕΠ άνω του 17% μακροπρόθεσμα και 10% περίπου σε ορίζοντα πενταετίας.
Σε ό,τι αφορά την κρατική ακίνητη περιουσία το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η καταγραφή της και μόνο, μαζί με μια σαφή και συγκεκριμένη διαβεβαίωση από την κυβέρνηση για την αξιοποίησή της σε ορίζοντα δεκαετίας, θα δημιουργούσε τελείως διαφορετικές προσδοκίες στις αγορές από τις σημερινές σε σχέση με την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, και, επομένως, αντίστοιχες εξελίξεις στα spreads.
Μεταξύ των μέτρων που προτείνει το ΙΟΒΕ είναι τα εξής:
α) Κατάργηση όλων των φορολογικών απαλλαγών και εκπτώσεων που αφορούν πολίτες και αντικατάστασή τους με «στοχευμένες άμεσες δαπάνες».
β) Δημιουργία ηλεκτρονικού συστήματος για τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής, με ενοποίηση των εισπρακτικών μηχανισμών φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, που αξιοποιεί συνδυαστικά όλα τα δεδομένα (business intelligence system).
γ) Επανεξέταση όλων των κοινωνικών μεταβιβάσεων/επιδομάτων, με βάση εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται τόσο οι πόροι υπέρ τρίτων, ιδιαίτερα όσοι αφορούν στα λεγόμενα ειδικά και ευγενή ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία ο τελευταίος ασφαλιστικός νόμος (3863/10) «ατυχώς εξαίρεσε», όσο και οι πόροι που δημόσιοι οργανισμοί, τράπεζες και επιχειρήσεις αφιερώνουν για την κάλυψη των ελλειμμάτων των ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης (οι πόροι αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με την εργοδοτική εισφορά).
δ) Συγχώνευση κρατικών νοσοκομείων και εξειδίκευσή τους ανάλογα με τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Ιδιωτικοποίηση νοσοκομείων «που περισσεύουν» και κατάργηση νομοθετικών ρυθμίσεων τύπου «βασικού μετόχου», που εμποδίζουν τη δημιουργία ιδιωτικών κλινικών και, ιδιαίτερα, διαγνωστικών κέντρων.
ε) Συγχώνευση και κατάργηση στρατιωτικών μονάδων. Αξιοποίηση στρατοπέδων που περισσεύουν για την αποπληρωμή στρατιωτικών δανείων.
στ) Συγχώνευση ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
ζ) Σχεδιασμός της επόμενης μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και ανάληψη του σχετικού κόστους από τον προϋπολογισμό με μείωση δαπανών ή/και αύξηση της φορολογίας, καθώς και δημιουργία κεφαλαιοποιητικού «δεύτερου» πυλώνα για όσους επιθυμούν πρόσθετη σύνταξη και ασφάλιση υγείας πέραν αυτών που εξασφαλίζει το διανεμητικό σύστημα. (Η μείωση των εισφορών βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα).
η) Κωδικοποίηση και απλοποίηση της νομοθεσίας.
θ) Θέσπιση ποσοτικών στόχων αναβάθμισης των θεσμών: Επιδίωξη βελτίωσης της θέσης της Ελλάδας στις διεθνείς κατατάξεις που μετρούν τις σχετικές επιδόσεις μέσα στην επόμενη τριετία στους τομείς της διαφάνειας, της διαφθοράς, της παιδείας, της καινοτομίας, της ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας, της ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης κ.λπ.
ι) Σύνδεση των στόχων της ενεργειακής πολιτικής (20-20-20) με τις πολιτικές στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας, με σκοπό την ενίσχυση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας των «πράσινων» τεχνολογιών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
ια) Χρησιμοποίηση «καταξιωμένων μάνατζερς» για την υλοποίηση των στόχων στους βασικούς τομείς του κυβερνητικού έργου.
Χαμηλές προσδοκίες για επιχειρήσεις και καταναλωτές
Αμετάβλητος παραμένει ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα το τρίμηνο Σεπτεμβρίου - Νοεμβρίου, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και διαμορφώνεται και πάλι στις 67 μονάδες κατά μέσο όρο, όπως προκύπτει από την τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ.
Από το Μάρτιο και μετά, ο δείκτης βρίσκεται σταθερά κάτω από τις 70 μονάδες, αγγίζοντας το κατώτατο σημείο του το Μάιο (61,9 μονάδες), το μήνα δηλαδή που υπογράφτηκε το Μνημόνιο συνεργασίας με ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ.
Η επίδοση του τελευταίου τριμήνου είναι έτσι σημαντικά χαμηλότερη του μακροχρόνιου μέσου όρου της περιόδου 2001-2009 (95,7 μονάδες), αλλά και της αντίστοιχης περσινής επίδοσης (78,4 μονάδες). Οι επιχειρηματικές προσδοκίες παραμένουν, με μικρές διακυμάνσεις, σε πολύ χαμηλά επίπεδα από τους πρώτους μήνες του έτους, με τη μεγαλύτερη απογοήτευση να καταγράφεται στο Λιανικό Εμπόριο και τις Κατασκευές.
Αλλά και στην πλευρά της ζήτησης, η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλό σημείο. Η συγκράτηση των καταναλωτικών δαπανών και η πιστωτική στενότητα που οδηγεί σε μείωση της ρευστότητας, συμβάλλουν στη διατήρηση και επιδείνωση της ύφεσης, εικόνα η οποία δεν αναμένεται να ανατραπεί εύκολα, αν δεν υπάρξει ουσιαστική παρέμβαση αναθέρμανσης της οικονομίας.
Από την πλευρά της ζήτησης, η καταναλωτική εμπιστοσύνη διολισθαίνει περαιτέρω κατά το υπό εξέταση τρίμηνο, καταγράφοντας νέα ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με τις προβλέψεις των νοικοκυριών να είναι ακόμα δυσμενέστερες. Από την πλευρά της προσφοράς, σημειώνεται ήπια ανάκαμψη των επιχειρηματικών προσδοκιών σε σχέση με το θερινό τρίμηνο στις Κατασκευές και στο Λιανικό Εμπόριο, οριακή βελτίωση στη Βιομηχανία, ενώ στις Υπηρεσίες, οι προσδοκίες παραμένουν στα επίπεδα του προηγούμενου τριμήνου.
Γενικά, πάντως, οι εξελίξεις στους επιμέρους τομείς της οικονομίας υποδηλώνουν σχετική σταθερότητα του οικονομικού κλίματος το τελευταίο τρίμηνο, μετά τις έντονες διακυμάνσεις των προηγούμενων μηνών.
Παρόλα αυτά, σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, καταγράφεται καθολική πτώση των σχετικών δεικτών, η οποία είναι αισθητά εντονότερη στο Λιανικό Εμπόριο και τις Κατασκευές και οριακά κα στη Βιομηχανία.
Newsroom ΔΟΛ
Read more...