Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ριζικές αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας του «Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων» (ΤΠΔ) που οδηγούν σε ουσιαστική διάλυσή του. Το κυρίαρχο σενάριο προβλέπει δημιουργία θυγατρικής ΑΕ για τις τραπεζικές εργασίες και μετέπειτα συγχώνευση με ΑΤΕ, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η ιδιωτικοποίηση τους. Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές, δεν απορρέουν από «ενδογενή» προβλήματα βιωσιμότητας του ΤΠΔ, αλλά «εξωγενών» πιέσεων ιδιωτικών τραπεζών, που θέλουν να «βάλουν στο χέρι» ένα ακόμα κερδοφόρο κομμάτι της κρατικής περιουσίας.
Ωστόσο το ΤΠΔ είναι ένας βιώσιμος φορέας που ασκεί σημαντικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο, ο οποίος συμπυκνώνεται:
Πρώτον, στο θεσμικό προνόμιο διαχείρισης της «δημόσιας παρακαταθήκης» για «απόσβεση ενοχής» (οικονομικής υποχρέωσης). Μια λειτουργία κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα (Ν. 3646/1928), στην οποία έχει επάξια ανταποκριθεί. Το σύνολο των παρακαταθηκών ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ εξασφαλίζοντας κεφαλαιακή επάρκεια, κερδοφόρα αποτελέσματα και σταθερή πηγή εσόδων (τα κέρδη πηγαίνουν στον κρατικό προϋπολογισμό). Αυτό το «ζεστό χρήμα» μηδενικού κόστους είναι που θέλουν να «βάλουν στο χέρι» οι ιδιωτικές τράπεζες.!
Δεύτερον, το ΤΠΔ χορηγεί στεγαστικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους στο μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων. Σε αυτό συνίσταται ο κατ’ εξοχήν κοινωνικός του ρόλος. Το συνολικό ύψος των δανείων (εκταμιεύσεις) προσέγγισε το 2009 το ποσό των 540 εκατ. ευρώ, ενώ ο στεγαστικός τομέας καλύπτει το 73,2% του συνολικού προγράμματος χορηγήσεων. Ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου είναι σχεδόν ανύπαρκτος, αφού πρόκειται για δάνεια προς δημοσίους υπαλλήλους που παρακρατούνται από μισθούς ή συντάξεις.
Τρίτον, το ΤΠΔ συγκεντρώνει λαϊκές καταθέσεις και παρέχει δάνεια στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) ασκώντας παράλληλα ταμιακή διαχείριση. Πρόκειται για αναπτυξιακή και «εν πολλοίς» κοινωνική λειτουργία, η οποία αποκτά ιδιαίτερη σημασία με τη νέα διοικητική δομή του σχεδίου «Καλλικράτης». Το συνολικό ύψος δανείων προς ΟΤΑ ξεπέρασαν το 2009 τα 180 εκατ. ευρώ, ενώ το μερίδιο των συγκεκριμένων δανείων ανέρχεται σε 25,6% του συνόλου των χορηγήσεων. Και εδώ ο πιστωτικός κίνδυνος είναι σχεδόν ανύπαρκτος, διότι τα τοκοχρεωλύσια παρακρατούνται στην πηγή των εσόδων τους και δεν επιτρέπουν στους δανειολήπτες αθέτηση υποχρεώσεων. Και σε αυτόν τον τομέα έχουν βλέψεις οι ιδιωτικές τράπεζες, ιδιαίτερα την αύξηση του μεγέθους των δημοτικών και περιφερειακών Αυτοδιοικήσεων.
Τέταρτον, το ΤΠΔ αναπτύσσει μικρής έκτασης τραπεζικές εργασίες (ταμιευτηρίου και προθεσμίας) από ένα μικρό δίκτυο 4 υποκαταστημάτων. Η συγκεκριμένη λειτουργία αποδείχτηκε ιδιαίτερα πολύτιμη (εφεδρικός μοχλός δημόσιας παρέμβασης) στην ανάσχεση των τάσεων φυγής καταθέσεων στο εξωτερικό (ξεπέρασαν τα 20 δισ. ευρώ) λόγω αβεβαιότητας που γεννά η κρίση, παρέχοντας καλύτερα επιτόκια από ότι οι ιδιωτικές τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν αύξηση των καταθέσεων το 2009 κατά 1 δισ. ευρώ (συνολικά ανήλθαν σε 3,2 δισ. ευρώ σε σχέση με 2,4 δισ. ευρώ το 2008), ενώ ακόμα μεγαλύτερη προβλέπεται να είναι η αύξησή τους το 2010.
Από αυτήν τη χρόνια λειτουργία του ενοχλούνται οι ιδιωτικές τράπεζες και κάνουν λόγο για παραβίαση των «κανόνων ανταγωνισμού», τη στιγμή που οι ίδιες, λόγω ολιγοπωλιακής θέσης, καταπατούν συνεχώς τους κανόνες ανταγωνισμού (προς καταθέτες και δανειολήπτες), έχοντας παράλληλα το σκανδαλώδες προνόμιο δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με επιτόκιο 1% και δανείζουν με πολλαπλάσια επιτόκια το ελληνικό δημόσιο, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.! Επιπλέον είναι οι ίδιες τράπεζες, που απολαμβάνουν «πακέτα» ενίσχυσης (28 δισ. το 2009 και 25 δισ. το 2010), είτε κεφαλαιακής είτε άλλων μορφών στήριξης. Το ΤΠΔ ποτέ δεν έτυχε ανάλογης μεταχείρισης!
Συνολικά η συνετή διαχείριση των πόρων του ΤΠΔ φέρει κάθε χρόνο σημαντικά κέρδη (στην πενταετία 2005-2009, ανήλθαν 1,1 δισ. ευρώ) τα οποία ενίσχυσαν τον κρατικό «κορβανά»! Το 2009 η γενική αποδοτικότητα ανήλθε σε 2,6%, ενώ των ιδίων κεφαλαίων σε 25,3%! Η σχέση χορηγήσεων προς καταθέσεις ανήλθε 92,6%, ενώ η μέση απόδοση των χορηγήσεων σε 4,9% και τα αποθεματικά του ανήλθαν 655 εκατ. ευρώ. Συνολικά το ΤΠΔ αποτελεί έναν υγιή δημόσιο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, ένα κερδοφόρο τμήμα της δημόσιας περιουσίας, ένα πραγματικό «φιλέτο» που οι ιδιωτικές τράπεζες (εγχώριες και ξένες) έχουν βάλει στο στόχαστρο. Δηλαδή τις παρακαταθήκες, τις καταθέσεις, το δίκτυο, τα αποθεματικά, τα στεγαστικά, τις εργασίες προς τους ΟΤΑ και πάνω απ' όλα τα εξασφαλισμένα κέρδη!
Ποια ακριβώς "σενάρια" προωθούνται
Σύμφωνα με δημοσιεύματα οι αλλαγές αποβλέπουν στη συμμετοχή του δημοσίου στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΤΕ (1 δισ. ευρώ αύξηση με κάλυψη 1/3 από ΤΠΔ). Ταυτόχρονα αίρονται τάχα και κάποιες αντιρρήσεις της Κομισσιόν για δραστηριότητες του ΤΠΔ! Ωστόσο οι αιτιάσεις είναι εντελώς αβάσιμες και εξυπηρετούν τα σχέδια των τραπεζών, διότι το ΤΠΔ λειτουργεί όπως λειτουργούσε και ουδέποτε υπήρξε ζήτημα. Μάλιστα στο παρελθόν (1998) ανάλογα σχέδια συγχώνευσης με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (Τ.Τ.) δεν προχώρησαν διότι προσέκρουσαν σε συνταγματικές διατάξεις.
Όμως, ακόμα κι αν δεν υφίστατο θέμα συνταγματικότητας, από καθαρά οικονομική άποψη, τέτοια επιλογή είναι όχι απλά λαθεμένη, αλλά πλήττει ευθέως το δημόσιο συμφέρον. Πριν από ένα χρόνο ο κ. πρωθυπουργός είπε το γνωστό ότι «δεν σκοτώνουμε την κότα που γεννάει αυγά»! Με αυτή τη λογική είναι απαράδεκτη κάθε ιδέα διάλυσης ενός κερδοφόρου οργανισμού με σημαντικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο.
Η «διάσωση» της ΑΤΕ δεν επέρχεται με «λαφυραγώγηση» αποθεματικών του ΤΠΔ. Απαιτεί συνολική αναδιοργάνωση με αύξηση ενεργητικού και «οικονομίες κλίμακας» που μόνο η συγχώνευση με το Τ.Τ. θα μπορούσε να εξασφαλίσει. Από την άλλη υπάρχουν «ξεχασμένες» μειοψηφικές συμμετοχές του δημοσίου σε ιδιωτικές τράπεζες, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Για παράδειγμα το δημόσιο έχει προνομιούχες μετοχές στην Τράπεζα Πειραιώς ύψους 370 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα κατέχει 2,5% του μετοχικού της κεφαλαίου. Ταυτόχρονα η ΑΤΕ κατέχει αυτοτελώς 2%. Γιατί να μην αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα και άλλες που υπάρχουν;
Αναβάθμιση αντί διάλυση
Η βαθιά και παρατεταμένη κρίση που έπληξε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, μαζί και τις χώρες της Ε.Ε., έδειξε ότι η πολιτική «φιλελευθεροποίησης» (απορρύθμιση, ιδιωτικοποίηση, ανεξέλεγκτη πιστωτική επέκταση κ.ά.), έπαιξε αρνητικό ρόλο και έφερε τα τραπεζικά συστήματα στα πρόθυρα κατάρρευσης. Η δημόσια παρέμβαση, με διάθεση εκατοντάδων δισ. ευρώ κρίθηκε αναγκαία για να καλύψει τα «σπασμένα» των ιδιωτικών τραπεζών, φορτώνοντας τεράστια βάρη στους κρατικούς προϋπολογισμούς και τελικά στους φορολογούμενους. Προκύπτει κατά συνέπεια το ερώτημα; Ποια πρέπει να είναι η στρατηγική; Παραπέρα αποδυνάμωση ή ενίσχυση του δημόσιου τομέα; Η πείρα έδειξε ότι ισχυρός δημόσιος τομέας τραπεζών, με οικονομικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά κριτήρια λειτουργίας, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα εξόδου από την κρίση.
Το ΤΠΔ πρέπει να παραμείνει δημόσιος χρηματοπιστωτικός φορέας «ειδικού σκοπού» με διατήρηση των λειτουργιών που έχει. Η ενδεχόμενη προώθηση σχεδίων διάλυσης θα βλάψει το δημόσιο συμφέρον, ενώ καθίσταται άδηλο το μέλλον των εργαζόμενων. Ωστόσο δεν αρκεί απλά η διατήρηση «ως έχει», αλλά ενίσχυση της αναπτυξιακής και κοινωνικής του προσφοράς.
Με αφετηρία τη διαχείριση της «παρακαταθήκης», μπορεί να διευρύνει το δίκτυο υποκαταστημάτων, να ενισχύσει το ρόλο του στη συγκέντρωση λαϊκών αποταμιεύσεων και στην επέκταση του στεγαστικού προγράμματος σε άλλες κατηγορίες εργαζόμενων. Ακόμα χρειάζεται ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου σε θέματα τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης στηρίζοντας δράσεις δημοτικών και περιφερειακών αυτοδιοικήσεων.
Η αναβάθμιση του ρόλου απαιτεί στήριξη κεφαλαιακής βάσης, με παρακράτηση μέρους κερδών (30%) όπως ίσχυε πριν από το 2005 και αύξηση αποθεματικών. Τέλος χρειάζεται εκσυγχρονισμός, αναβάθμιση τεχνολογικής, λειτουργικής και οργανωτικής δομής, καθώς διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων. Οι εργαζόμενοι στο ΤΠΔ, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ΟΤΑ, οι λαϊκοί καταθέτες, συνολικά η ελληνική κοινωνία, αντικειμενικά είναι αντίθετοι στα προωθούμενα σχέδια. Η κυβέρνηση να σταματήσει άμεσα κάθε σενάριο διάλυσης του ΤΠΔ και να στρέψει σε άλλη κατεύθυνση την αναζήτηση λύσεων για αποτελεσματικότερη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών