Γράφει ο Γιάννης Μοίρας
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ, είναι δύο στον αριθμό, εξίσου σοβαρά και σίγουρα αλληλένδετα. Το πρώτο πρόβλημα, είναι ταυτότητας. Ο ΣΥΝ αποτελείτο κατά βάση από αστούς μίας προοδευτικής -κατά την άποψή τους- κατεύθυνσης και κουλτούρας, οι οποίοι...
βολεμένοι με την ευμάρεια κάθε τυπικού αριστερού που έμαθε να κάνει τις κατάλληλες business, είχαν κάθε δυνατότητα να θεωρητικολογούν γύρω από τις διεθνιστικές, αθεϊστικές, μηδενιστικές εμμονές της νιότης τους. Όσοι από αυτούς ήταν λίγο πιο πρακτικοί, είτε μετακόμισαν στο ΠαΣοΚ μήπως πάρουν κανένα υπουργείο ή κάνουν ακόμη καλύτερα λεφτά δουλεύοντας με το Δημόσιο, είτε παρέμειναν στον ΣΥΝ, εξυπηρετώντας ως προγεφύρωμα με το ΠαΣοΚ. Αυτοί κατέληξαν να διαθέτουν τόσο κύρος, όσο έχει η θεραπαινίδα κάθε εξουσίας. Οι άλλοι, οι πρώτοι, γνώριζαν κυρίως να προκαλούν πολιτικά και πάντοτε να υποκρίνονται. Κάθε άλλο από τυχαίο είναι το γεγονός ότι πρόσφατα, κυκλοφόρησε sms από στέλεχός τους που έλεγε «Πάσχα, μία καλή αφορμή για πολλές ευχές». Δεν είναι απλά ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε κάτι, αλλά επιμένουν να στο τρίβουν στο πρόσωπο, θες δε θες, ξανά και ξανά. Όπως τυχαίο δεν είναι ότι όταν πρόσφατα ρώτησα ένα στέλεχός τους, γιατί δε φιλοξενεί στο άνετο διαμέρισμά του ένα-δύο φουκαράδες μετανάστες, γιατί ο κος. Αλαβάνος δεν προσφέρει ένα μικρό κομμάτι -από την πραγματικά μεγάλη- περιουσία του σε λίγους φτωχούς, γιατί ο κος. Τσίπρας δεν κόβει τα Ralph Lauren πουκάμισα, τις 600άρες BMW μηχανές και τις διακοπές στα Highlands για να βοηθήσει μια άπορη οικογένεια, αφού με κατακεραύνωσε ότι ρέπω στο λαϊκισμό, μου είπε το εκπληκτικό «διότι, εμείς λέμε πως είμαστε αριστεροί, όχι χριστιανοί!»
Όταν όλοι αυτοί, αποφάσισαν να διευρυνθούν προς τις ακτιβιστικές φράξιες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, δημιουργώντας το ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι μόνο ότι το σινιέ κοστούμι παντρεύτηκε την κουκούλα και η φίνα σαμπάνια τη βόμβα μολότοφ, αλλά δημιουργήθηκε μία νέα πολιτική τάση, η οποία, μετέτρεπε την ανανεωτική επανατοποθέτηση της αριστεράς σε Ελλάδα και Ευρώπη που πρέσβευε επισήμως ο ΣΥΝ, σε μία στείρα άρνηση απέναντι σε κάθε μορφής μεταρρύθμιση και μία απότομη επιθετικότητα ενάντια σε κάθε φορέα ή πρόσωπο που τολμούσαν να υποστηρίξουν το αυτονόητο: ότι στην οικονομία, στη διοίκηση, στην παιδεία, η Ελλάδα δε μπορεί να μένει πίσω σε σχέση με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά standards. Μία επιθετικότητα, η οποία εκδηλωνόταν από τον ένοπλο στρατό των Εξαρχείων και τους περιφερόμενους στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα τριαντάρηδες και τριανταπεντάρηδες φοιτητές (μια φορά και έναν καιρό), έως τους διάφορους Ψαριανούς και Κοροβέσηδες στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Το εκπληκτικό ήταν, ότι επικεφαλής αυτού του ετερόκλητου ασκεριού της πολιτικής αναταραχής και της φυσικής και φραστικής βίας, τέθηκε ένας πολιτικός που όλοι είχαμε γνωρίσει κάποτε ως πράο, προσηνή και διαλεκτικό, ο κος. Αλαβάνος.
Η κρίση ταυτότητας πάντως, εξέλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν το απατηλό 18% των σφυγμομετρήσεων, καλλιέργησε προσδοκίες για μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε τρίτο εναλλακτικό πόλο εξουσίας. Χρησιμοποιώ τη λέξη απατηλό, διότι το φούσκωμα των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, εν πολλοίς οφειλόταν στο πείραμα εκδοτών-επιχειρηματιών να δοκιμάσουν τα νεύρα και τις αντιστάσεις του δικομματισμού, καθώς και το πόσο βιώσιμη ήταν η προοπτική του Γιώργου Παπανδρέου ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ειδικά μετά το δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα του 2007. Ένα πείραμα, ανάλογο με εκείνο που είχε γίνει με το ΚΕΠ. Και σε εκείνη την περίπτωση, δοκιμάστηκαν πόσο αρραγής ήταν η άμυνα του δικομματισμού και πόσο βιώσιμη η προοπτική του Κώστα Καραμανλή, ειδικά μετά το δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα του 2000. Η διαφορά έγκειται στο ότι με το ΚΕΠ χρησιμοποιήθηκε ένα νεοσυσταθέν κόμμα, ενώ στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, μία νέα συμμαχία που είχε ως βάση, ένα ήδη υπάρχον κοινοβουλευτικό κόμμα. Η ομοιότητα ήταν, ότι και στις δύο περιπτώσεις, το πείραμα βασίστηκε στο marketing αποκλειστικά γύρω από πρόσωπα: του Αλέξη Τσίπρα πρόσφατα, του Δημήτρη Αβραμόπουλου παλαιότερα. Εξ ου και ήταν επισφαλές. Ειδικά στην περίπτωση του κου. Τσίπρα, το μάρκετινγκ δε βασιζόταν καν στα πολιτικά στοιχεία ενός αρχηγού, αλλά περισσότερο στα προσωπικά, εξ ου και ήταν όχι απλά επισφαλές, αλλά καταδικασμένο εν τη γενέσει του. Φυσικά και ένα εξέχων πρόσωπο μπορεί να προσδώσει σε ένα κόμμα πρόσθετη αξία και σημασία, αλλά σίγουρα, όχι ένας νεαρός που πίσω από το θράσος και την πολυπραγμοσύνη που περιφέρει δώθε-εκείθε, δε φαίνεται να έχει την παραμικρή ιδέα, από τις βασικές αναλύσεις της σύγχρονης πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής σκέψης, έως και τις βασικές πτυχές της καθημερινότητας ενός πολίτη.
Πάντως, ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν σε καμία περίπτωση έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την αβάντα από τις σφυγμομετρήσεις, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, καθώς και τη φάση εσωστρέφειας που διήγαγε το ΠαΣοΚ και να πείσουν την κοινή γνώμη ότι όντως, είναι δυνατό να αποτελέσουν τρίτο πόλο εναλλακτικής πρότασης εξουσίας. Αυτό, φάνηκε ξεκάθαρα με την επιλογή της ηγεσίας των κων. Τσίπρα και Αλαβάνου, να σπρώξουν τη φοιτητική νεολαία στους δρόμους για δυναμική αντιπαράθεση με φορείς και δυνάμεις της Πολιτείας, να υποδαυλίσουν ποικιλοτρόπως την κοινωνική ένταση που προκλήθηκε από το φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και να δικαιολογήσουν πολιτικά τα έκτροπα που ακολούθησαν και επέφεραν την καταστροφή του εμπορικού κέντρου της Αθήνας.
Με τη στάση των κων. Τσίπρα και Αλαβάνου στο κρίσιμο αυτό διάστημα, ξεκίνησε η πτωτική πορεία ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, έδωσε και το 4,7% των ευρωεκλογών. Ταυτόχρονα, κορύφωσε το ζήτημα της κρίσης ταυτότητας, δεδομένου ότι ο πολίτης, πεπεισμένος πλέον, πως ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατο να αποτελέσουν πόλο εξουσίας, άρχισε να διερωτάται ακόμη και για τα κίνητρα και τις επιδιώξεις που καθόριζαν την όλη στάση και τοποθέτησή του απέναντι στην πολιτική ατζέντα και στις πολιτικές εξελίξεις.
Έτσι, φτάσαμε στο δεύτερο μείζον πρόβλημα για ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ, που είναι πλέον εκείνο της ίδια της βιωσιμότητάς τους.
Δεν είναι τόσο τραυματικό το γεγονός, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε χαμηλά στα ποσοστά του στις 7 Ιουνίου, ενώ είναι γνωστό ότι οι ευρωεκλογές δίνουν πολλαπλή διέξοδο στον πολίτη να εκφράσει δυσαρέσκεια για τα δύο μεγάλα κόμματα και να στραφεί σε μικρότερα, ενισχύοντας τη δυναμική τους. Δεν είναι καν τόσο τραυματικό το γεγονός, ότι ο μεγάλος αντίπαλός του, το ΚΚΕ, πέτυχε ένα 8,35%, ενώ, το αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ ακραίο κόμμα σε ότι αφορά την πλευρά της δεξιάς, το ΛάΟΣ, πέτυχε ένα 7,15%. Εκείνο που μοιάζει με διάγνωση επιθανάτιας νόσου, είναι η εκτίμηση ότι σε φάση εθνικών εκλογών, όταν το διακύβευμα εκλογής κυβέρνησης και πρωθυπουργού προκαλέσει αναπόφευκτα τη μεγιστοποίηση του αθροίσματος ποσοστών του δικομματισμού, το 4,7% των ευρωεκλογών δε μεταφράζεται καν με ασφάλεια σε ένα 3%, που είναι το πλαφόν για είσοδο στη Βουλή. Ενδεικτικά, να αναφέρω ενώ στις ευρωεκλογές του 1999 ο ΣΥΝ, μόνος του χωρίς συμμάχους, πέτυχε ένα 5,16%, στις εθνικές εκλογές του 2000, μόλις πρόλαβε και πέτυχε ένα 3,2%, μπαίνοντας ίσα-ίσα στη Βουλή.
Η αντιπαράθεση μεταξύ αριστερού ρεύματος και ανανεωτικών, η προσωπική αντιπαλότητα που ξεδιπλώνεται με ολοένα και πιο έκδηλο τρόπο ανάμεσα στους κους. Τσίπρα και Αλαβάνο και οι έμπειρες μανούβρες του τελευταίου, για να πετάξει έξω από τη βάρκα και μέσα στο νερό τον άλλοτε ευνοούμενό του, η αντιδικία γύρω από το εάν πρέπει να αφομοιωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο ΣΥΝ, ή ο ΣΥΝ στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από φυσιολογικές συνέπειες μίας αληθινής κρίσης, που δεν έχει φτάσει καν στην κορύφωσή της.
Ενάμιση με έναν χρόνο πριν, βλέποντας κανείς το ΣΥΝ με νέο αρχηγό, τον κο. Αλαβάνο να βάζει την εμπειρία του πίσω από την εκπροσώπηση της ευρύτερης συμμαχίας και όλες τις πολιτικές εξελίξεις μαζί με τις έμμεσες παρεμβάσεις από εξωθεσμικά κέντρα, να δημιουργούν ένα περιβάλλον νέων ισορροπιών στο πολιτικό μας σύστημα, θα μπορούσε να πιστέψει πως κάτι καινούργιο, με γνήσια δική του δυναμική και ολοένα και πιο ισχυρό momentum, προκύπτει. Σήμερα, βλέπουμε τίποτα άλλο από το ΣΥΡΙΖΑ να αμφισβητείται και να καταρρέει και την καρδιά του, το ΣΥΝ να έχει γίνει πλέον ένα μεγάλο πολιτικό πλην.
Read more...