Το ελληνικό αίτημα για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία είναι απόλυτα δικαιολογημένο, καθώς η Ελλάδα ήταν η μόνη από τις κατεχόμενες από τη ναζιστική Γερμανία μη σλαβικές χώρες (μετά την Πολωνία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση) η οποία είχε τις μεγαλύτερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές ζημίες, τονίζει ο αυστριακής καταγωγής, ιστορικός και καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ, σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα
Der Standart.
Απαριθμώντας αυτές τις απώλειες, επισημαίνει πως, πέρα από τους 60.000 Έλληνες Εβραίους που δολοφονήθηκαν, δεκάδες χιλιάδες άλλοι Έλληνες εκτελέστηκαν· τουλάχιστον 100.000 πέθαναν από πείνα· ένας στους τρεις Έλληνες υπέφερε από επιδημικές ασθένειες μετά τη γερμανική αποχώρηση· πολλοί ήταν άστεγοι, καθώς είχαν καταστραφεί περί τις 100.000 κατοικίες· ολόκληρη η οικονομία και οι υποδομές της χώρας καταστράφηκαν στη διάρκεια της κατοχής και η Ελλάδα, από τότε, ποτέ δεν συνήλθε.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς το 1945, η ζημία ανερχόταν σε πάνω από δέκα δισεκατομμύρια προπολεμικά δολάρια, από αυτά η Ελλάδα πήρε ως αποζημιώσεις περί τα 25 εκατομμύρια δολάρια, σε σημερινές τιμές, κυρίως σε μορφή αποσυναρμολογημένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων από τη Γερμανία που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και αυτά τα 25 εκατομμύρια δολάρια δεν πληρώθηκαν στην Ελλάδα από τους Γερμανούς, αλλά από την Υπηρεσία Αποζημιώσεων των Συμμάχων.
Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και κάτω από την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών, το ζήτημα των αποζημιώσεων πρακτικά «πνίγηκε» για να καταστεί η Γερμανία προγεφύρωμα κατά των ανατολικών χωρών και μπορεί να ειπωθεί πως η Ελλάδα έχει στο θέμα των αποζημιώσεων τη μεγαλύτερη ανάγκη αποκατάστασης.
Όπως σημειώνει ο κ. Φλάισερ, η τωρινή χρονική στιγμή δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για το ζήτημα των αποζημιώσεων, καθώς η γερμανική πλευρά διατείνεται πως η Ελλάδα θυμήθηκε ξαφνικά το θέμα επειδή είναι τώρα χρεοκοπημένη, όμως αυτό δεν αληθεύει, διότι το ζήτημα ετίθετο κάθε τόσο, επί δεκαετίες, από την ελληνική πλευρά, παρά το επίσημο μπλοκάρισμα του θέματος.
Πριν από τη γερμανική επανένωση χρησιμοποιούνταν το επιχείρημα πως ολόκληρη η Γερμανία είχε διεξάγει το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν μπορούν να ζητούνται αποζημιώσεις από το ένα τμήμα της Γερμανίας, ενώ μετά το 1990 το επιχείρημα ήταν πως, έχει περάσει τόσος πολύς χρόνος από τότε και στο μεταξύ τα ζητήματα έχουν λυθεί από μόνα τους.
Για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειοΟ ίδιος θεωρεί ουτοπικό ότι η γερμανική πλευρά θα δεχθεί να πληρώσει επανορθώσεις για την Ελλάδα, γιατί αυτό θα δημιουργούσε προηγούμενο και ως εκ τούτου θεωρεί πως η Ελλάδα θα πρέπει να επικεντρωθεί στο λεγόμενο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, το οποίο μάλιστα είχε αναγνωριστεί, τόσο από τις ναζιστικές δυνάμεις όσο και από τον ίδιο τον Χίτλερ, ως δάνειο που θα αποπληρωνόταν, αλλά χωρίς τόκους.
Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι πως οι πρώτες δόσεις επιστράφηκαν και το «υπόλοιπο χρέος» είχε υπολογιστεί σε 476 εκατομμύρια χιτλερικά μάρκα ως «χρέη του Γ΄ Ράιχ προς την Ελλάδα», σε σημερινές τιμές περίπου έξι έως επτά δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς τους τόκους, που αν συνυπολογιστούν, τότε το ποσό είναι αστρονομικό. Τέτοια δάνεια, όπως αυτό που υποχρεώθηκε να καταβάλει η Ελλάδα στη ναζιστική Γερμανία, δεν είχαν επιβληθεί αλλού, γι' αυτό και δεν υπάρχει προηγούμενο.
Βέβαια, η Γερμανία ισχυρίζεται με ευκολία, πως αποζημιώσεις πληρώνουν μόνον οι ηττημένοι ενός πολέμου, «τώρα είμαστε εταίροι και φίλοι», όμως, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Φλάισερ, «χρέη πληρώνουν και οι φίλοι».
Η γερμανική πολιτικήΣε γερμανικά αρχεία της δεκαετίας του 1950 αναφέρεται ρητά ότι κύριος στόχος της γερμανικής πολιτικής προς την Ελλάδα ήταν «η εξαφάνιση του πολεμικού παρελθόντος», δηλαδή ήταν συνειδητή επιλογή η αποσιώπηση του θέματος των αποζημιώσεων, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα έναντι των Ελλήνων «ξεχάστε τις απαιτήσεις για επανορθώσεις, αφού θέλετε να ενταχτείτε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα».
Όταν το 1995, μετά την απεμπλοκή της Συνθήκης του Λονδίνου στο θέμα των χρεών, ως επακόλουθο της γερμανικής επανένωσης, η Ελλάδα έθεσε επίσημα το θέμα των επανορθώσεων, προσπαθώντας να διαβιβάσει ρηματική διακοίνωση στο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, που βρισκόταν τότε στη Βόννη, αυτό αρνήθηκε να την παραλάβει, ακόμη και ο θυρωρός, διότι σύμφωνα με ανακοίνωση της γερμανικής κυβέρνησης, είχε παρέλθει ο χρόνος διευθέτησης του θέματος, ενώ την ίδια τύχη είχαν και οι 65.000 αγωγές ιδιωτών που ζητούσαν αποζημιώσεις.
Σε ό,τι αφορά την επιτροπή που έχει συσταθεί για την εξέταση του αιτήματος για τις πολεμικές αποζημιώσεις, ο κ. Φλάισερ τονίζει ότι η επιτροπή αυτή ήταν μια αντίδραση στην πίεση που δέχεται η ελληνική κυβέρνηση από την αντιπολίτευση, ωστόσο το όλο εγχείρημα δεν έχει νόημα, εφόσον δεν αντιδρά η γερμανική πλευρά. Και στο παρελθόν υπήρξαν τέτοιες επιτροπές, και πάλι όμως δεν αντέδρασε η γερμανική κυβέρνηση και πολύ περισσότερο δεν θα το κάνει τώρα που η Ελλάδα δεν θεωρείται ισότιμος εταίρος.
Όπως καταλήγει στη συνέντευξή του ο ιστορικός, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, μετά το 1990, διακήρυτταν επίσημα πως δεν παραιτούνται από τις απαιτήσεις, τις οποίες θα θέσουν σε μια ευνοϊκή χρονική στιγμή, στιγμή όμως, που ποτέ δεν ήλθε και τώρα είναι φυσικά η πλέον δυσμενής στιγμή για να τεθεί αυτή η ιστορικά και ηθικά θεμελιωμένη αξίωση.