του Θανάση Κουκάκη
Υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων η Ελλάδα φαίνεται να «ωθείται» από τους δανειστές της σε ένα τρίτο Μνημόνιο. Αν και η κυβέρνηση εμφανίζεται να μην επιθυμεί κάτι τέτοιο, ωστόσο οι επιλογές που έχει είναι περιορισμένες.
Το
in.gr απευθύνθηκε στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, σε αξιωματούχους της τρόικας και σε ευρωπαϊκούς θεσμούς αναφορικά με το εάν η Ελλάδα χρειάζεται ένα τρίτο Μνημόνιο, αλλά και για τα διαρκή ζητήματα που σχετίζονται με την απομείωση του χρέους και την έξοδο στις αγορές.
Πηγές της τρόικας μιλώντας στο
in.gr κάνουν λόγο για τακτική καθυστερήσεων και αναβολών που έχει διευρύνει τα δημοσιονομικά και χρηματοδοτικά κενά της διετίας 2014 –2015 δυσχεραίνοντας την ελληνική θέση και αυξάνοντας την αβεβαιότητα. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά «το πρόγραμμα βρίσκεται πέντε μήνες πίσω σε όλα τα πεδία», κάτι που όπως σημειώνουν δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα και επιπλοκές.
Κυβερνητικά στελέχη ψέγουν ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ για το ότι δεν αποτιμούν ρεαλιστικά τα ισοδύναμα δημοσιονομικά μέτρα που τους προτείνει το υπουργείο Οικονομικών, για το ότι εμφανίζονται να εξετάζουν την μετάθεση των αποφάσεων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους για το 2015, αλλά και για το ότι αντιδρούν σφόδρα στην προετοιμασία της Ελλάδος για έξοδο στις αγορές στο δεύτερο εξάμηνο του 2014.
Ακόμη, η ελληνική πλευρά ανταπαντά στις αιχμές της τρόικας , προσάπτοντας στους δανειστές ότι «παίζουν καθυστέρηση» με τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών , ώστε να μην επιτρέψουν στην Κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν τα αδιάθετα κεφάλαια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και να οδηγηθεί έτσι σε ένα τρίτο Μνημόνιο.
Αν και δημοσίως η τρόικα δεν τοποθετείται ανοικτά στο ζήτημα αυτό, ωστόσο ΔΝΤ και ΕΕ προκρίνουν για διαφορετικούς λόγους τη λύση τους τρίτου δανείου.
Το in.gr απευθύνθηκε στον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSΜ) Κλάους Ρέγκλινγκ σχετικά με το εάν η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα τρίτο Μνημόνιο, αλλά και υπό ποιους όρους θα μπορούσε να χορηγηθεί πρόσθετη στήριξη στη χώρα. Για το θέμα εκπρόσωπος του ESM δήλωσε χαρακτηριστικά τα εξής:
«Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί οριστικά το κατά πόσον η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα τρίτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας. Αν ωστόσο αυτό απαιτηθεί, είναι σαφές ότι θα είναι σημαντικά μικρότερο από ό, τι τα προηγούμενα προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση, η Συνθήκη του ESM είναι σαφής: Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας δεν μπορεί να χορηγήσει ένα δάνειο χωρίς όρους. Κάθε αίτηση για πρόγραμμα βοήθειας, εγκρίνεται μόνο έναντι προϋποθέσεων. Αυτό σημαίνει ότι η δικαιούχος χώρα πρέπει να υπογράψει Μνημόνιο».
Η απάντηση του ESM δείχνει ότι ένα τρίτο Μνημόνιο θα δέσμευε για προσθετό χρονικό διάστημα τη χώρα στο πρόγραμμα προσαρμογής.
Στελέχη της Κυβέρνησης εκφράζοντας προσωπικές απόψεις αναφέρουν πως η Ευρωζώνη επιθυμεί κάτι τέτοιο αφενός για να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα ανεξαρτήτως πολιτικών εξελίξεων θα παραμείνει αφοσιωμένη στο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα (1,5% του ΑΕΠ το 2014, 3% του ΑΕΠ το 2015, 4,5% του ΑΕΠ το 2016), αφετέρου για να καθυστερήσει τις αποφάσεις για την απομείωση του ελληνικού χρέους , οι οποίες θα πρέπει να δρομολογηθούν μετά τις 23 Απριλίου 2014 , όταν και η Eurostat επιβεβαιώσει την ύπαρξη του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013. Σε κάθε περίπτωση με το τρίτο δάνειο η Ευρωζώνη διασφαλίζει την απρόσκοπτη παρουσία –και χρηματοδότηση- του ΔΝΤ στην Ελλάδα, ενώ εξακολουθεί να έχει ενεργό λόγο σε ευαίσθητα θέματα όπως οι εξελίξεις στις τράπεζες και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων.
Το παζλ του τρίτου δανείου
Συνοψίζοντας τις θέσεις των εμπλεκομένων μερών προκύπτουν οι εξής απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα για τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας και την ανάγκη νέου Μνημονίου :
1) Χρειάζεται η Ελλάδα να λάβει ένα νέο δάνειο και να υπογράψει ένα τρίτο Μνημόνιο;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολη, καθώς η λήψη ή μη ενός νέου δανείου από τη ζώνη του ευρώ (το ΔΝΤ μας χρηματοδοτεί έως το 2016) συνδέεται άμεσα με την ικανότητα της Ελλάδας να καλύψει με ίδια μέσα το χρηματοδοτικό κενό της διετίας 2014 -2015, αλλά και τις όποιες ανάγκες χρηματοδότησης θα έχει η χώρα μέχρι να αποκαταστήσει την επαφή της με τις αγορές. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα το ζήτημα περιπλέκεται πολύ περισσότερο λόγω της καταστατικής απαίτησης του ΔΝΤ για πλήρη διασφάλιση της χρηματοδότησης του προγράμματος σε βάθος 12μηνου. Ήδη από τον Ιούλιο του 2013 το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει πως το ελληνικό πρόγραμμα εμφανίζει κενό χρηματοδότησης, το οποίο εάν πρώτα δεν καλυφθεί, το Ταμείο δεν δύναται να εκταμιεύσει τις δόσεις που του αντιστοιχούν προς την Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση η αποφυγή λήψης νέου δανείου από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) δεν συνεπάγεται πως η χώρα θα σταματήσει να αξιολογείται από την τρόικα. Η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης από την ΕΕ και θα παραμείνει σε αυτό τουλάχιστον έως το 2040, καθώς οι νέες ευρωπαϊκές συνθήκες προβλέπουν πως τα κράτη – μέλη που έχουν λάβει χρηματοδοτική βοήθεια παραμένουν σε επιτήρηση έως ότου αποπληρώσουν το 75% των δανείων. Τα δάνεια του EFSF προς τη χώρα μας ωριμάζουν έως και τα τέλη του 2050, το δε 75% αυτών αναμένεται να αποπληρωθεί σε διάστημα 26 ετών.
2) Πόσο είναι το χρηματοδοτικό κενό ; Πώς δημιουργήθηκε και γιατί αυξάνεται; Ποιες επιλογές υπάρχουν για να καλυφθεί;
Τον Ιούλιο 2013 η τρόικα προσδιόριζε το χρηματοδοτικό κενό του ελληνικού προγράμματος για την επόμενη διετία στα 11 δισ. ευρώ, ενώ πλέον το τοποθετεί κοντά στα 15 δισ. ευρώ περίπου. Το κενό δημιουργείται α) από την υποχρέωση που έχει η Ελλάδα να αποπληρώσει τα ομόλογα που είχαν δοθεί για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών το 2009, με το νόμο Αλογοσκούφη, τα οποία λήγουν το 2014, β) από την «απροθυμία» των Κεντρικών Τραπεζών της ευρωζώνης να μετακυλήσουν τις λήξεις των ελληνικών ομολόγων που διατηρούν στην κατοχή τους, τα λεγόμενα ANFA's και γ) από τις μεγάλες αποκλίσεις στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων (από 2,6 δισ. ευρώ στόχο το 2013 εισπράχθηκαν περίπου 1,6 δισ. ευρώ), δ) από ενδεχόμενες αποκλίσεις στο σκέλος της δημοσιονομικής πολιτικής.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως υπάρχουν δυο επιλογές για την κάλυψη του κενού. Η πρώτη και η πλέον ξεκάθαρη οδηγεί στη λήψη ενός τρίτου δανείου από την Ευρωζώνη. Η δεύτερη που είναι πιο σύνθετη συνδυάζει τη χρήση μέρους των αδιάθετων κεφαλαίων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, την αξιοποίηση μέρους του πρωτογενούς πλεονάσματος, την ανακύκλωση των ομολόγων Αλογοσκούφη, την μετακύλιση των ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, αλλά και τη χρήση των οποίων χρημάτων αντλήσει η Ελλάδα από τις αγορές (υπό την προϋπόθεση ότι θα εξέλθει σε αυτές).
3) Γιατί ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ επιδιώκουν η Ελλάδα να λάβει ένα τρίτο δάνειο από τον ESM;
Το ΔΝΤ που καλύπτει με 28 δισ. ευρώ το ελληνικό πρόγραμμα έως το 2016 θέλει να διασφαλίσει ότι δεν θα προκύψει ενδιάμεσα κάποιο κενό χρηματοδότησης. Σύμφωνα με πληροφορίες του in.gr ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα Πόουλ Τόμσεν είχε παράσχει διαβεβαιώσεις κατά τις τελευταίες δύο συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου ότι την επόμενη φορά που θα συνεδρίαζε το ΔΣ για την Ελλάδα θα κόμιζε μια αξιόπιστη λύση και όχι μια απλή διαβεβαίωση του Eurogroup για την χρηματοδότηση του προγράμματος σε βάθος 12μηνου. Αν και παράγοντες της ΕΕ και στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης διαβεβαιώνουν πως η πολιτική διαβεβαίωση θα είναι για ακόμη μια φορά «επαρκής» πληροφορίες από την Ουάσιγκτον δεν επαληθεύουν αυτή την εκτίμηση.
Καθώς το δεύτερο πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (European Financial Stability Facility - EFSF) εκπνέει κανονικά τον προσεχή Μάιο με την λήψη των δόσεων που απέμειναν ύψους 10,1 δισ. ευρώ (από σύνολο 144,6 δισ. ευρώ) το ΔΝΤ ανησυχεί -και μάλλον εύλογα – ότι εάν απομείνει μόνο του στη χρηματοδότηση της Ελλάδας έως το Φεβρουάριο 2016 θα βρεθεί κάποια στιγμή που ενδεχομένως δεν θα μπορεί να χορηγήσει δόσεις προς τη χώρα , λόγω ενδεχόμενων νέων χρηματοδοτικών κενών. Για το λόγο αυτό καλοβλέπει μια νέα δανειακή σύμβαση που θα καλύψει τις ανάγκες της Ελλάδας έως την απεμπλοκή του από το ελληνικό πρόγραμμα.
4) Μπορεί η κυβέρνηση να αποφύγει ένα νέο Μνημόνιο;
Η Ελλάδα δεν μπορεί να κινηθεί μονομερώς για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, καθώς δεν διαθέτει επαρκείς πόρους. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να υπολογίζει στα αδιάθετα κεφαλαία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δεν μπορεί να προεξοφλήσει μια επιτυχημένη έξοδο στις αγορές, ενώ δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι το χρηματοδοτικό κενό δεν θα διευρυνθεί περαιτέρω έως το 2016 λόγω αποκλίσεων στην εφαρμογή του προγράμματος. Ακόμη, δεσμεύεται από την ΕΕ για την όποια ανακύκλωση ομολόγων.
Είναι ενδεικτικό ότι η τρόικα εγείρει σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων αντιρρήσεις για πτυχές της έκθεσης της Blackrock για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, καθυστερώντας μια διαδικασία που θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί από τα μέσα Δεκεμβρίου. Δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί το εάν τα αποτελέσματα αυτών των stress tests θα είναι δεσμευτικά ή θα πρέπει να αναμένονται αλλαγές κατά τα τεστ αντοχής που θα ολοκληρώσει η ΕΚΤ στα τέλη του 2014. Έτσι, η Κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιο μέρος των περίπου 8 δισ. ευρώ από τα αδιάθετα κεφαλαία του ΤΧΣ (τα οποία έχει εκταμιεύσει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ήδη από τα τέλη Μαίου 2013, οπότε και «τρέχουν» οι σχετικοί τόκοι ) θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού. Παράλληλα, η τρόικα φέρεται να θέτει προσκόμματα και στη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως των τραπεζών που έχουν κεφαλαιοποιηθεί από το ΤΧΣ -με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Eurobank- καθώς πιθανές εισροές από την πώληση των τραπεζικών μετοχών που διαθέτει το ΤΧΣ σε ιδιώτες θα μπορούσαν να κλείσουν χρηματοδοτικές «τρύπες», καθιστώντας μη απαραίτητο το τρίτο Μνημόνιο.
5) Θα μπορούσε η Ελλάδα να βγει στις αγορές;
Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές δεν αποτελεί λύση για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού. Σύμφωνα με αναλυτές, έως ότου ληφθούν οι αποφάσεις για την απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα έχει την δυνατότητα να δανειστεί βραχυπρόθεσμα με λογικό κόστος. Ειδικά τονίζουν πως η επιδίωξη της Κυβέρνησης για έκδοση πενταετούς ομολόγου στα τέλη του 2014, προϋποθέτει ότι θα έχει προηγηθεί η επιμήκυνση, αλλά και η μείωση των επιτοκίων του ελληνικού χρέους που κατέχουν τα κράτη της ζώνης του ευρώ και ο EFSF. Υπό αυτή την προϋπόθεση το νέο 5ετές ομόλογο θα μπορούσε να τιμολογηθεί με επιτόκιο 5,50%, οδηγώντας το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου χαμηλότερα.