Αορίστου χρόνου οι συμβάσεις έπειτα από τρεις μήνες
Με το σχέδιο νόμου που δόθηκε στους κοινωνικούς εταίρους από τον υπουργό κ. Ανδρέα Λοβέρδο αποκτούν μετά από 3 μήνες συνεχόμενης απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη δικαίωμα επιδομάτων (δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας) καθώς και αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης, όσοι απασχολούμενοι εργάζονται σήμερα με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή έργου, ορισμένου ή αόριστου χρόνου, ιδίως στις περιπτώσεις φασόν, τηλεργασίας ή κατ’ οίκον απασχόλησης.
Επιπλέον προβλέπεται ότι στην περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς της η επιχείρηση μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 6 μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Όσον αφορά τη μερική απασχόληση, ορίζει πως οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του πλήρως εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης. Εφόσον το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των 4 ωρών ημερησίως, οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά 7,5%.
Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους.
Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του δεν αντίκειται στην καλή πίστη. Σε περίπτωση παροχής εργασίας πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση 10%.
Ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν η μερική απασχόληση λαμβάνει χώρα κατά πάγιο τρόπο.
Πάντως το νομοσχέδιο αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για μερική απασχόληση και στις ΔΕΚΟ.
Ο πλήρως απασχολούμενος σε επιχειρήσεις πλέον των 20 ατόμων, έχει δικαίωμα μετά τη συμπλήρωση ενός ημερολογιακού έτους εργασίας να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση, εκτός αν η άρνηση του εργοδότη δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Για τις περιπτώσεις «ενοικίασης» εργαζομένων, το προσχέδιο προβλέπει ότι μετά το πέρας 18 μηνών (12 συν ανανεώσεις), η σύμβαση του εργαζόμενου με την εταιρεία προσωρινής απασχόλησης μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη. Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειάς της και της τυχόν ανανέωσής της με σύναψη νέας σύμβασης εργασίας, χωρίς να μεσολαβεί χρονικό διάστημα 45 ημερών, θεωρείται ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη. Εξαιρούνται μόνον οι εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όταν απασχολούνται σε ολιγοήμερες κοινωνικές εκδηλώσεις.
Αναφορικά με τις διαθεσιμότητες, προβλέπεται πως η ανώτατη διάρκεια θα είναι 3 μήνες, εφόσον έχει προηγηθεί διαβούλευση. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Σε περίπτωση εξάντλησης του τριμήνου, προκειμένου να τεθεί εκ νέου ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα απαιτείται και η παρέλευση τουλάχιστον 3 μηνών.
Ρυθμίζονται επίσης, θέματα αδειών, καθώς επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του έτους σε δυο περιόδους, εξαιτίας ιδιαιτέρως σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δε δύναται να περιλαμβάνει λιγότερες των 6 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των 5 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των 12 εργασίμων ημερών. Επιτρέπεται επίσης, η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δύο περιόδων, , από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 10 εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων 12 εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον οικείο εργοδότη.
Τέλος, ορίζεται πως το «ελαστικό οκτάωρο» θα εφαρμόζεται μόνο έπειτα από διαπραγμάτευση του εργοδότη με το συνδικάτο.
protothema.gr
Read more...