Μια ακόμη αντιγραφή της περιβόητης λίστα Λαγκάρντ αυτή τη φορά όμως όχι σε κάποιοι usb στικ αλλά σε σκληρό δίσκο υπολογιστή και δη υπηρεσιακού, στο υπουργείο Οικονομικών, προκύπτει μέσα από τη δικογραφία που έχουν σχηματίσει οι οικονομικοί εισαγγελείς Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης, που ερευνούν τις συνθήκες αλλοίωσης του περιβόητου αρχείου, με την αφαίρεση των ονομάτων των συγγενών του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου.
Μόνο που και αυτό το αντίγραφο που σχηματίστηκε στον σκληρό δίσκο του υπηρεσιακού υπολογιστή του υπουργείου Οικονομικών διεγράφη με εντολή του Γ. Παπακωνσταντίνου, όπως καταθέτει στους δυο οικονομικούς εισαγγελείς ο συνεργάτης του πρώην υπουργού Γιώργος Αγγελόπουλος, ο οποίος εκλήθη να εντοπίσει τα πρόσωπα με τα 20 μεγαλύτερα ποσά που περιέχονται στη λίστα και να τα δώσει στη συνέχεια στον κ. Παπακωνσταντίνου. Όπως λέει, για να μπορέσει να ελέγξει τα ποσά αυτά αντέγραψε το αρχικό cd της λίστας που του είχε παραδώσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών στον υπολογιστή του στο υπουργείο. Όταν πήγε, όμως, τον κατάλογο με τα ονόματα των 20 μεγαλοκαταθετών και το αρχικό cd στον πρώην υπουργό εκείνος ρου είπε: «Ωραία, ό,τι δούλεψες διάγραψε το».
Κατά τ’ άλλα στη δικογραφία που διαβιβάστηκε αργά χθες βράδυ στη Βουλή από τους οικονομικούς εισαγγελείς προς ενημέρωση των βουλευτών, περιλαμβάνονται καταθέσεις συνεργατών του Γ. Παπακωνσταντίνου στο υπουργείο αλλά και οι εξηγήσεις που έδωσαν ενώπιον των οικονομικών εισαγγελέων οι συγγενείς του Ανδρέας Ρωσσώνης, Ελένη Παπακωνσταντίνου και Συμεών Σικιαρίδης. Σε ο,τι αφορά τους συνεργάτες του κ. Παπακωνσταντίνου αυτοί, κατά βάση, αναφέρουν ότι δεν είδαν ποτέ το αρχικό cd που έστειλαν οι γαλλικές αρχές και αποφεύγουν να καταθέσουν οτιδήποτε θα μπορούσε να επιβαρύνει επιπλέον την θέση του ελεγχόμενου πρώην υπουργού. Ο δε Ανδρέας Ρωσσώνης αναφέρει στο υπόμνημά του πως ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου επικοινώνησε μαζί τους τηλεφωνικά (και με τους Συμεών Σικιαρίδη και την Ελένη Παπακωνσταντίνου) και τους διαβεβαίωσε «ότι ουδεμία ποτέ επιχείρησε παρέμβαση στο κείμενο (σ.σ. προφανώς εννοεί της λίστας)».
Και συνεχίζει ο κ. Ρωσσώνης: «Δίδω απόλυτη πίστη στη διαβεβαίωσή του». Σε άλλο σημείο, ωστόσο, του υπομνήματός του αναφέρει πως ακόμη και «αν ήθελε υποτεθεί ότι-πράγματι- ο πρώην υπουργός νόθευε κείμενο, που εξέθεσε σε αρνητική πολιτική κριτική το όνομά του, είχε στήριγμα αυτοτελές για να ενεργήσει έτσι, χωρίς δηλαδή, να απαιτείται, προς παρακίνησή του, οποιαδήποτε ηθική αυτουργία, οιουδήποτε». Με τον τρόπο αυτό προφανώς ο Αν. Ρωσσώνης επιχειρεί να κρατήσει αποστάσεις από τον πρώην υπουργό και να αντικρούσει το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας της νόθευσης εγγράφου για το οποίο κλήθηκε ως ύποπτος να καταθέσει ο ίδιος και οι Ελένη Παπακωνσταντίνου και Σ. Σικιαρίδης.
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, μετακλητός υπάλληλος στο γραφείο του Γ. Παπακωνσταντίνου, καταθέτει στους οικονομικούς εισαγγελείς: «Περί τα τέλη του έτους 2010, δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία, με ειδοποίησε η γραμματέας του κ. υπουργού, ότι με ήθελε στο γραφείο του ο κ. υπουργός. Πήγα στο γραφείο του και ο κ. υπουργός μου έδωσε ένα cd και χωρίς να μου εξειδικεύσει το περιεχόμενό του, μου είπε να βρω γύρω στα είκοσι μεγαλύτερα ποσά καθώς επίσης και σε ποιους αντιστοιχούν τα ποσά αυτά και να του αναφέρω επίσης το συνολικό ποσό που ήταν όλα τα αρχεία μαζί. Πήρα το cd και την ίδια ημέρα το έβαλα στον υπολογιστή και άρχισα να ανοιγοκλείνω όλα τα αρχεία για να δω τι γίνεται. Όταν είδα ότι ήταν πολλά αρχεία, πάνω από δυο χιλιάδες, δεν μπορώ να θυμηθώ τον ακριβή αριθμό, τα αντέγραψα στον υπολογιστή του υπουργείου για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για λόγους ταχύτητας και για περισσότερη ασφάλεια του cd. Το cd το κλείδωσα στο συρτάρι του αρχείου μου. Έφτιαξα ένα αρχείο excel και άρχισα παράλληλα να κάνω ανάγνωση του αρχείου, να βλέπω τα ποσά και μετά να κάνω copypaste (αντιγραφή). Κάποια στιγμή έβγαλα το σύνολο και σε δεύτερο χρόνο άρχισα να ανοιγοκλείνω πάλι τα αρχεία, με την προοπτική να βρω τα ονόματα που αντιστοιχούσαν στα είκοσι μεγαλύτερα ποσά που είχα ταξινομήσει. Μετά πάροδο κάποιων ημερών, περίπου μια εβδομάδα, κατέληξα σε είκοσι στοιχεία, έκανα μια εκτύπωση με τα γύρω στα είκοσι ονόματα με τα μεγαλύτερα ποσά, τα έβαλα όλα μαζί στο φάκελο με το cd, έβαλα ένα αυτοκόλλητο στο φάκελο «από Αγγελόπουλο για υπουργό» και τον πήγα στο γραφείο του υπουργού, τον άφησα στο γραφείο της γραμματείας, στη συρταριέρα της αλληλογραφίας του υπουργού. Ο κ. υπουργός με κάλεσε μέσω της γραμματείας να πάω στο γραφείο του, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έγινε την ίδια ημέρα».
Συνεχίζοντας την κατάθεσή του ο συνεργάτης του κ. Παπακωνσταντίνου αναφέρει: «Πήγα και με ρώτησε για το σύνολο όλων των αρχείων. Εγώ του διευκρίνισα ότι τα περισσότερα αρχεία ήταν μηδενικά και ότι το σύνολο ήταν γύρω στα δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Ο κ. υπουργός μου είπε: «Ωραία, ό,τι δούλεψες διάγραψέ το». Εγώ διέγραψα τα δυο αρχεία δηλαδή το excel που είχα φτιάξει και το folder με τα πολλά αρχεία. Ο κ. υπουργός ουδέποτε έδωσε εντολή σε μένα να αντιγράψω τα αρχεία σε memory stick usb και εγώ ο ίδιος δεν αντέγραψα ποτέ τα αρχεία αυτά. Έκτοτε εγώ ποτέ δεν ασχολήθηκα με αυτό το ζήτημα».
Σε ερώτηση του εισαγγελέα αν μπορεί να υποδείξει τον υπολογιστή που αντέγραψε το cd της λίστας, αν βέβαια αυτός ακόμη υπάρχει, ο μάρτυρας απαντά: «Μπορώ να προσδιορίσω το χώρο, το γραφείο και τη θέση στην οποία βρίσκονταν ο υπολογιστής που δούλευα».
Στην κατάθεσή του στους εισαγγελείς ο νομικός σύμβουλος του Γ. Παπακωνσταντίνου, Αναστάσιος Μπάνος, αναφέρει πως ο ίδιος σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών στις 24.1.2011, υπό τον πρώην υπουργό, είχε εκφράσει την άποψη ότι τα στοιχεία της λίστας «μπορούσαν και έπρεπε να αποτελέσουν βάση για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί αν αντιστοιχούσαν σε δηλωθέντα και φορολογηθέντα εισοδήματα». Ο κ. Μπάνος, βγάζει από το κάδρο τυχόν ποινικών ευθυνών τον πρώην γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ Γιάννη Καπελέρη και παράλληλα με ένα έμμεσο τρόπο, επιβαρύνει τη θέση του κ. Παπακωνσταντίνου, αφού όπως καταθέτει:
- Η απόφαση που ελήφθη στη σύσκεψη αυτή από τον Γ. Παπακωνσταντίνου ήταν «ναι, να διενεργηθεί έλεγχος στα στοιχεία. Όπως όμως αναφέρει ο κ. Μπάνος στην κατάθεσή του, ο πρώην υπουργός θα αποφάσιζε αργότερα αν ο έλεγχος θα γίνονταν από το ΣΔΟΕ ή από ειδικό κλιμάκιο ελέγχου. Ζήτησε δε ο Γ. Παπακωνσταντίνου από τον ίδιο να «προετοιμάσει» το γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ για τις διατάξεις που προβλέπουν τη σύσταση ειδικών κλιμακίων, κάτι που έκανε. Ωστόσο, όπως καταθέτει ο κ. Μπάνος «λίγο πριν φύγει ο κ. Παπακωνσταντίνου και αφού είχε τοποθετηθεί στη θέση του ειδικού γραμματέα ΣΔΟΕ ο κ. Διώτης, τον ρώτησα από περιέργεια τι είχε κάνει και τι θα κάνει με τα στοιχεία και μου απάντησε «θα τα στείλω στον Διώτη».
Αργότερα, όταν πια ο Γ. Παπακωνσταντίνου βρίσκονταν στο ΥΠΕΧΩΔΕ ο κ. Μπάνος, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος υποστηρίζει στην κατάθεσή του, ρώτησε τον Γ. Παπακωνσταντίνου αν είχε διαβιβάσει τα στοιχεία στο ΣΔΟΕ. Τότε, όπως λέει, ο πρώην υπουργός του απάντησε καταφατικά. Από τα όσα καταθέτει ο κ. Μπάνος προκύπτει ότι υπήρξε ένα μεγάλο «νεκρό» διάστημα σε σχέση με τις ενέργειες που θα μπορούσαν να είχαν γίνει για την αξιοποίηση της λίστας. Και αυτό γιατί από την ημερομηνία που έγινε η σύσκεψη (τον Ιανουάριο του 2011) μέχρι την παράδοσή της λίστας στον κ. Διώτη (μέσα Ιουνίου του 2011) προκύπτει ένα διάστημα πέντε περίπου μηνών. Πάντως, κλείνοντας την κατάθεσή του, ο κ. Μπάνος σπεύδει να... εξισορροπήσει την κατάσταση λέγοντας πως «τόσο ο κ. Παπακωνσταντίνου όσο και ο κ. Βενιζέλος μου δημιούργησαν την πεποίθηση ότι ένα από τα βασικά τους μελήματα ήταν η πάταξη της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής στην χώρα μας».
Στο υπόμνημα που κατέθεσαν στους εισαγγελείς ο Συμεών Σικιαρίδης και η σύζυγός του Ελένη Παπακωνσταντίνου (γαμπρός και εξαδέλφη του Γ. Παπακωνσταντίνου, τα ονόματα των οποίων δεν υπήρχαν στη λίστα αν και διατηρούσα λογαριασμό στην HSBC 1. 222 εκατ. δολαρίων) αναφέρουν μεταξύ άλλων: «Όπως προκύπτει από τα προσαγόμενα εκκαθαριστικά της φορολογικής αρχής, από το έτος 1987, που υποβάλλουμε κοινή δήλωση, τα εισοδήματά μας ανέρχονται μέχρι την 31.12.2011 σε 5.725.441 ευρώ συνολικά και μέχρι τη χρήση του έτους 2007 σε 4.172.816 ευρώ συνολικά. Υπερκαλύπτουν, δηλαδή, το ποσό του λογαριασμού που έδωσε λαβή στην έρευνα. Διευκρινίζεται ότι στα πιο πάνω περιλαμβάνεται και ποσό 70.946.300 δραχμών που εισεπράχθη από τον πρώτο εξ ημών, από την πώληση της Rex. Τονίζεται εδώ ότι εμείς, πρωτογενώς, δεν είχαμε λογαριασμό στην τράπεζα HSBC Γενεύης. Μάλιστα, δε ούτε στη Γενεύη. Διατηρούσαμε λογαριασμό στην National Repuplic Bank στο Λουγκάνο της Ελβετίας» η οποία όπως λένε, συγχωνεύτηκε με την HSBC.
Σε ερώτηση δε των εισαγγελέων για αν το γνωρίζουν κάποιον Nissim Joseph και οι δυο απαντούν πως πρόκειται για τον επενδυτικό τους σύμβουλο και συνεργάτη που τους συνέστησε η τράπεζα, στο Λουγκάνο.
«Ουδεμία αξιόποινη πράξη έχω τελέσει» αναφέρει στους εισαγγελείς η Ελένη Παπακωνσταντίνου και ο σύζυγος της και συμπληρώνουν: «Ο λογαριασμός εξακολουθεί να υπάρχει με σημερινή αποτίμηση γύρω στις 330.000 ευρώ. Ποτέ δεν ειδοποιηθήκαμε από την τράπεζα περί του ότι είχε ανακύψει ζήτημα με τα πρόσωπα που αναφέρονται στη λίστα Λαγκάρντ. Η εξήγηση που δίνουμε εμείς, δηλαδή εγώ, και ο σύζυγος μου, είναι ότι δεν είμαστε πελάτες του Καταστήματος Γενεύης. Συμπληρωματικά έχει περιληφθεί το όνομά μας προφανώς από το συγκεντρωτικό ηλεκτρονικό εγκέφαλο της τράπεζας στη Γενεύη. Διατηρούσαμε λογαριασμό στην National Repuplic Bank στο Λουγκάνο της Ελβετίας» η οποία όπως λέει το ζεύγος Σικιαρίδη - Παπακωνσταντίνου, συγχωνεύτηκε με την HSBC.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπόμνημα του Α. Ρωσσώνη ο οποίος αναφέρει πως ο λογαριασμός που τηρούσε στην HSBC άνοιξε και έκλεισε αυθημερόν δεν είναι αληθές. Ο ίδιος προσκομίζει όπως λέει παραστατικά ελληνικής τράπεζας με ημερομηνία 1.2.05 από τα οποία αποδεικνύεται ότι τότε μετέφερε τα ποσά που είχε στην HSBC στην Ελβετία «και δη 715.112,47 και 113.531,94 δολάρια ΗΠΑ αντίστοιχα» στην ελληνική τράπεζα. Όπως αναφέρει: «Από τότε ο λογαριασμός μου στην τράπεζα HSBC έκλεισε. Άρα, το θρυλούμενο, ως περίεργο, ότι ο λογαριασμός αυτός άνοιξε και έκλεισε αυθημερόν, δεν είναι αληθές. Την μεταφορά αυτή την πραγματοποίησα δυνάμει του άρθρου 38 του νόμου 3259/2004, καταβάλλοντας τον αντιστοιχούντα φόρο και εξαντλώντας την φορολογική μου υποχρέωση για τα κεφάλαια αυτά».
Σε άλλο σημείο του υπομνήματος του ο Α. Ρωσσώνης αναφέρει: «…Δεν μίλησα ποτέ με τον πρώην υπουργό για την αρχικά θρυλούμενη και ήδη επίμαχη λίστα. Βεβαιώς, μόλις ανέκυψε ζήτημα διαγραφής των ονομάτων της κουνιάδας μου Ελένης Παπακωνσταντίνου, του συγγαβρού μου Συμεών Σικιαρίδη και του δικού μου, επικοινώνησε μαζί μας τηλεφωνικά, ο ίδιος (σ.σ. ο Γ. Παπακωνσταντίνου). Κατηγορηματικά μας διαβεβαίωσε ότι ουδεμία ποτέ επιχείρησε επέμβαση στο κείμενο. Δίδω απόλυτη πίστη στη διαβεβαίωσή του». Ακόμη, η Ελένη Παπακωνσταντίνου αναφέρει πως τη διαχείριση του λογαριασμού αυτού έκανε ο σύζυγός της.
Και συνεχίζει στο υπόμνημά του ο Α. Ρωσσώνης: «Ανεξάρτητα, όμως, από τα παραπάνω, ο Γ.Σ. Παπακωνσταντίνου κατείχε τη θέση του υπουργού Οικονομικών και βρίσκονταν υπό συνεχή αρνητική κριτική από τον Τύπου και από αλλού. Απ’ αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα, γίνεται αμέσως σαφές ότι ο εξάδελφος της συζύγου μου είχε αυτοδυνάμως, προς περιφρούρηση της δικής του πολιτικής φυσιογνωμίας, λόγο να μη θέλει οικογενειακώς να συνδέεται με καταθέσεις σε ελβετική τράπεζα. Ήδη δε σήμερα, σε εποχή που η χώρα μαστίζεται από ανέχεια. Συνεπώς και αν ήθελε υποτεθεί ότι – πράγματι – νόθευσε κείμενο, που εξέθεσε σε αρνητική πολιτική κριτική το όνομά του, είχε στήριγμα αυτοτελές για να ενεργήσει έτσι. Χωρίς, δηλαδή, να απαιτείται, προς παρακίνησή του, οποιαδήποτε ηθική αυτουργία, οιουδήποτε».
Πάντως, ο Α. Ρωσσώνης όταν του επιδεικνύεται από τους δυο εισαγγελείς έγγραφο (εκτυπωθέν αρχείο με το λογαριασμό του) σύμφωνα με το οποίο ο λογαριασμός του άνοιξε το 2010 αναφέρεαι: «Ο λογαριασμός άνοιξε το έτος 1998. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως στο αντίγραφο που μου επιδεικνύετε αναφέρεται η ημερομηνία 10-10-2010. Δεν γνωρίζω τι είναι η ημερομηνία αυτή αλλά στην καρτέλα αναφέρεται η ημερομηνία ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού».
Αξίζει πάντως να σημειωθεί εδώ ότι οι ισχυρισμοί των τριών συγγενών του Γ. Παπακωνσταντίνου ελέγχονται από τους εισαγγελείς όπως επίσης ελέγχονται και οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί και οι κινήσεις τους από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) κατ εντολή των κ.κ. Πεπόνη Μουζακίτη.
Στην κατάθεσή της η συνεργάτιδα του Γ. Παπακωνσταντίνου, Λεμονιά (Μόνα) Παπαδάκου, αναφέρει πως ουδέποτε άκουσε κάτι σχετικό με την λίστα, διότι η δική της αρμοδιότητα ήταν η διερεύνηση θεμάτων οικονομικού ενδιαφέροντος «με έμφαση σε δημοσιονομικά και μακροοικονομικά ζητήματα σε σχέση με την εθνική και διεθνή εμπειρία»!. Η ίδια αναφέρει πως δεν άκουσε ποτέ από τον πρώην υπουργό ή από οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο τίποτα σχετικό με τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά έμαθε για αυτή όταν το θέμα πήρε δημοσιότητα το φθινόπωρο του 2012. Σε ερώτηση δε των εισαγγελέων για το ποιος πιστεύει ότι γνωρίζει πού παραδόθηκε για φύλαξη το αρχείο, η μάρτυρας απαντά: «Υποθέτω ότι γνωρίζει ο ίδιος ο κ. υπουργός».
Στην κατάθεσή της η Σοφία Ρίτσου, σύμβουλος του τότε γενικού γραμματέα του υπ. Οικονομικών Ηλία Πλασκοβίτη, αναφέρει: «Δεν είχα καμία απολύτως ενασχόληση με τη λίστα Λαγκάρντ…. Δε γνώριζα τίποτα… Έλαβα πληροφόρηση τον Οκτώβριο του 2012 από δημοσιεύματα». Η ίδια, πάντως, αναφέρει πως «η λίστα όσο και οποιαδήποτε άλλη λίστα έρχεται σε γνώση του υπουργείου, οφείλει να αποτελεί βάση ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Ο νόμος έχει συμπεριλάβει όλες τις ειδικές προβλέψεις για να το εξασφαλίσει αυτό σε επίπεδο θεσμών και διαδικασιών».
Τέλος στην κατάθεσή της η Χρυσή Χατζή, διευθύντρια του γραφείου Παπακωνσταντίνου αναφέρει ότι τον Οκτώβριο του 2010 ο πρώην υπουργός την ειδοποίησε να παραλάβει εμπιστευτικό φάκελο για λογαριασμό του, από την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι. Η μάρτυρας αναφέρεται και εκείνη στη σύσκεψη που έγινε στο υπουργείο στις 24 Ιανουαρίου του 2011, υπό τον Γ. Παπακωνσταντίνου με θέμα τη λίστα. Εκεί, κατά την μάρτυρα, ο πρώην υπουργός ζήτησε την γνώμη των παρισταμένων (της ιδίας, του κ. Πλασκοβίτη, του κ. Καπελέρη και του κ. Μπάνου) για το πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές. «Στις αρχές Ιουνίου του 2011 ο υπουργός μου είπε ότι ενημέρωσε κατ’ ιδίαν τον κ. Διώτη για τα στοιχεία των καταθέσεων σε ελβετική τράπεζα που του είχαν περιέλθει από τις γαλλικές αρχές και ότι του έστειλε τα στοιχεία αυτά με την ασφάλειά του».
Συνεχίζοντας την κατάθεσή της η μάρτυρας αναφέρει: «Μετά την ακρόαση του υπουργού στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στις 24.20.2012 στην οποία ανέφερε ότι τα στοιχεία αυτά δεν τα έδωσε για πρωτοκόλληση αλλά για εμπιστευτική φύλαξη, επικοινώνησα με τον υπάλληλο του πρωτοκόλλου του κ. υπουργού κ. Ν. Χ. και τον ρώτησα αν είχε δει ποτέ ένα cd για πρωτοκόλληση με στοιχεία καταθετών , προερχόμενο από την Γαλλία ή την Ελβετία, ή αν υπήρχε περίπτωση να είχαν κρατήσει έστω χωρίς πρωτοκόλληση στο γραφείο πρωτοκόλλου του υπουργού ένα παρόμοιο cd. Μου απάντησε αρνητικά και στα δυο ερωτήματα και μου είπε ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοι του είχαν ενημερώσει περί τούτου και τον διευθυντή και νυν υπουργό, που τους είχε ρωτήσει αν είχαν δει ή πρωτοκολλήσει έστω το εμπιστευτικό πρωτόκολλο που τηρούσαν οι ίδιοι το cd αυτό».
Μόνο που και αυτό το αντίγραφο που σχηματίστηκε στον σκληρό δίσκο του υπηρεσιακού υπολογιστή του υπουργείου Οικονομικών διεγράφη με εντολή του Γ. Παπακωνσταντίνου, όπως καταθέτει στους δυο οικονομικούς εισαγγελείς ο συνεργάτης του πρώην υπουργού Γιώργος Αγγελόπουλος, ο οποίος εκλήθη να εντοπίσει τα πρόσωπα με τα 20 μεγαλύτερα ποσά που περιέχονται στη λίστα και να τα δώσει στη συνέχεια στον κ. Παπακωνσταντίνου. Όπως λέει, για να μπορέσει να ελέγξει τα ποσά αυτά αντέγραψε το αρχικό cd της λίστας που του είχε παραδώσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών στον υπολογιστή του στο υπουργείο. Όταν πήγε, όμως, τον κατάλογο με τα ονόματα των 20 μεγαλοκαταθετών και το αρχικό cd στον πρώην υπουργό εκείνος ρου είπε: «Ωραία, ό,τι δούλεψες διάγραψε το».
Κατά τ’ άλλα στη δικογραφία που διαβιβάστηκε αργά χθες βράδυ στη Βουλή από τους οικονομικούς εισαγγελείς προς ενημέρωση των βουλευτών, περιλαμβάνονται καταθέσεις συνεργατών του Γ. Παπακωνσταντίνου στο υπουργείο αλλά και οι εξηγήσεις που έδωσαν ενώπιον των οικονομικών εισαγγελέων οι συγγενείς του Ανδρέας Ρωσσώνης, Ελένη Παπακωνσταντίνου και Συμεών Σικιαρίδης. Σε ο,τι αφορά τους συνεργάτες του κ. Παπακωνσταντίνου αυτοί, κατά βάση, αναφέρουν ότι δεν είδαν ποτέ το αρχικό cd που έστειλαν οι γαλλικές αρχές και αποφεύγουν να καταθέσουν οτιδήποτε θα μπορούσε να επιβαρύνει επιπλέον την θέση του ελεγχόμενου πρώην υπουργού. Ο δε Ανδρέας Ρωσσώνης αναφέρει στο υπόμνημά του πως ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου επικοινώνησε μαζί τους τηλεφωνικά (και με τους Συμεών Σικιαρίδη και την Ελένη Παπακωνσταντίνου) και τους διαβεβαίωσε «ότι ουδεμία ποτέ επιχείρησε παρέμβαση στο κείμενο (σ.σ. προφανώς εννοεί της λίστας)».
Και συνεχίζει ο κ. Ρωσσώνης: «Δίδω απόλυτη πίστη στη διαβεβαίωσή του». Σε άλλο σημείο, ωστόσο, του υπομνήματός του αναφέρει πως ακόμη και «αν ήθελε υποτεθεί ότι-πράγματι- ο πρώην υπουργός νόθευε κείμενο, που εξέθεσε σε αρνητική πολιτική κριτική το όνομά του, είχε στήριγμα αυτοτελές για να ενεργήσει έτσι, χωρίς δηλαδή, να απαιτείται, προς παρακίνησή του, οποιαδήποτε ηθική αυτουργία, οιουδήποτε». Με τον τρόπο αυτό προφανώς ο Αν. Ρωσσώνης επιχειρεί να κρατήσει αποστάσεις από τον πρώην υπουργό και να αντικρούσει το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας της νόθευσης εγγράφου για το οποίο κλήθηκε ως ύποπτος να καταθέσει ο ίδιος και οι Ελένη Παπακωνσταντίνου και Σ. Σικιαρίδης.
«Πώς αντέγραψα το cd στον υπολογιστή μου»
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, μετακλητός υπάλληλος στο γραφείο του Γ. Παπακωνσταντίνου, καταθέτει στους οικονομικούς εισαγγελείς: «Περί τα τέλη του έτους 2010, δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία, με ειδοποίησε η γραμματέας του κ. υπουργού, ότι με ήθελε στο γραφείο του ο κ. υπουργός. Πήγα στο γραφείο του και ο κ. υπουργός μου έδωσε ένα cd και χωρίς να μου εξειδικεύσει το περιεχόμενό του, μου είπε να βρω γύρω στα είκοσι μεγαλύτερα ποσά καθώς επίσης και σε ποιους αντιστοιχούν τα ποσά αυτά και να του αναφέρω επίσης το συνολικό ποσό που ήταν όλα τα αρχεία μαζί. Πήρα το cd και την ίδια ημέρα το έβαλα στον υπολογιστή και άρχισα να ανοιγοκλείνω όλα τα αρχεία για να δω τι γίνεται. Όταν είδα ότι ήταν πολλά αρχεία, πάνω από δυο χιλιάδες, δεν μπορώ να θυμηθώ τον ακριβή αριθμό, τα αντέγραψα στον υπολογιστή του υπουργείου για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για λόγους ταχύτητας και για περισσότερη ασφάλεια του cd. Το cd το κλείδωσα στο συρτάρι του αρχείου μου. Έφτιαξα ένα αρχείο excel και άρχισα παράλληλα να κάνω ανάγνωση του αρχείου, να βλέπω τα ποσά και μετά να κάνω copypaste (αντιγραφή). Κάποια στιγμή έβγαλα το σύνολο και σε δεύτερο χρόνο άρχισα να ανοιγοκλείνω πάλι τα αρχεία, με την προοπτική να βρω τα ονόματα που αντιστοιχούσαν στα είκοσι μεγαλύτερα ποσά που είχα ταξινομήσει. Μετά πάροδο κάποιων ημερών, περίπου μια εβδομάδα, κατέληξα σε είκοσι στοιχεία, έκανα μια εκτύπωση με τα γύρω στα είκοσι ονόματα με τα μεγαλύτερα ποσά, τα έβαλα όλα μαζί στο φάκελο με το cd, έβαλα ένα αυτοκόλλητο στο φάκελο «από Αγγελόπουλο για υπουργό» και τον πήγα στο γραφείο του υπουργού, τον άφησα στο γραφείο της γραμματείας, στη συρταριέρα της αλληλογραφίας του υπουργού. Ο κ. υπουργός με κάλεσε μέσω της γραμματείας να πάω στο γραφείο του, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έγινε την ίδια ημέρα».
«Ωραία, ό,τι δούλεψες διάγραψε το»
Συνεχίζοντας την κατάθεσή του ο συνεργάτης του κ. Παπακωνσταντίνου αναφέρει: «Πήγα και με ρώτησε για το σύνολο όλων των αρχείων. Εγώ του διευκρίνισα ότι τα περισσότερα αρχεία ήταν μηδενικά και ότι το σύνολο ήταν γύρω στα δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Ο κ. υπουργός μου είπε: «Ωραία, ό,τι δούλεψες διάγραψέ το». Εγώ διέγραψα τα δυο αρχεία δηλαδή το excel που είχα φτιάξει και το folder με τα πολλά αρχεία. Ο κ. υπουργός ουδέποτε έδωσε εντολή σε μένα να αντιγράψω τα αρχεία σε memory stick usb και εγώ ο ίδιος δεν αντέγραψα ποτέ τα αρχεία αυτά. Έκτοτε εγώ ποτέ δεν ασχολήθηκα με αυτό το ζήτημα».
Σε ερώτηση του εισαγγελέα αν μπορεί να υποδείξει τον υπολογιστή που αντέγραψε το cd της λίστας, αν βέβαια αυτός ακόμη υπάρχει, ο μάρτυρας απαντά: «Μπορώ να προσδιορίσω το χώρο, το γραφείο και τη θέση στην οποία βρίσκονταν ο υπολογιστής που δούλευα».
Αν. Μπάνος: Έγινε σύσκεψη για τη λίστα τον Ιανουαρίου του 2011 και τα στοιχεία διαβιβάστηκαν στον Διώτη τον Ιούνιο
Στην κατάθεσή του στους εισαγγελείς ο νομικός σύμβουλος του Γ. Παπακωνσταντίνου, Αναστάσιος Μπάνος, αναφέρει πως ο ίδιος σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών στις 24.1.2011, υπό τον πρώην υπουργό, είχε εκφράσει την άποψη ότι τα στοιχεία της λίστας «μπορούσαν και έπρεπε να αποτελέσουν βάση για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί αν αντιστοιχούσαν σε δηλωθέντα και φορολογηθέντα εισοδήματα». Ο κ. Μπάνος, βγάζει από το κάδρο τυχόν ποινικών ευθυνών τον πρώην γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ Γιάννη Καπελέρη και παράλληλα με ένα έμμεσο τρόπο, επιβαρύνει τη θέση του κ. Παπακωνσταντίνου, αφού όπως καταθέτει:
- Η απόφαση που ελήφθη στη σύσκεψη αυτή από τον Γ. Παπακωνσταντίνου ήταν «ναι, να διενεργηθεί έλεγχος στα στοιχεία. Όπως όμως αναφέρει ο κ. Μπάνος στην κατάθεσή του, ο πρώην υπουργός θα αποφάσιζε αργότερα αν ο έλεγχος θα γίνονταν από το ΣΔΟΕ ή από ειδικό κλιμάκιο ελέγχου. Ζήτησε δε ο Γ. Παπακωνσταντίνου από τον ίδιο να «προετοιμάσει» το γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ για τις διατάξεις που προβλέπουν τη σύσταση ειδικών κλιμακίων, κάτι που έκανε. Ωστόσο, όπως καταθέτει ο κ. Μπάνος «λίγο πριν φύγει ο κ. Παπακωνσταντίνου και αφού είχε τοποθετηθεί στη θέση του ειδικού γραμματέα ΣΔΟΕ ο κ. Διώτης, τον ρώτησα από περιέργεια τι είχε κάνει και τι θα κάνει με τα στοιχεία και μου απάντησε «θα τα στείλω στον Διώτη».
Αργότερα, όταν πια ο Γ. Παπακωνσταντίνου βρίσκονταν στο ΥΠΕΧΩΔΕ ο κ. Μπάνος, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος υποστηρίζει στην κατάθεσή του, ρώτησε τον Γ. Παπακωνσταντίνου αν είχε διαβιβάσει τα στοιχεία στο ΣΔΟΕ. Τότε, όπως λέει, ο πρώην υπουργός του απάντησε καταφατικά. Από τα όσα καταθέτει ο κ. Μπάνος προκύπτει ότι υπήρξε ένα μεγάλο «νεκρό» διάστημα σε σχέση με τις ενέργειες που θα μπορούσαν να είχαν γίνει για την αξιοποίηση της λίστας. Και αυτό γιατί από την ημερομηνία που έγινε η σύσκεψη (τον Ιανουάριο του 2011) μέχρι την παράδοσή της λίστας στον κ. Διώτη (μέσα Ιουνίου του 2011) προκύπτει ένα διάστημα πέντε περίπου μηνών. Πάντως, κλείνοντας την κατάθεσή του, ο κ. Μπάνος σπεύδει να... εξισορροπήσει την κατάσταση λέγοντας πως «τόσο ο κ. Παπακωνσταντίνου όσο και ο κ. Βενιζέλος μου δημιούργησαν την πεποίθηση ότι ένα από τα βασικά τους μελήματα ήταν η πάταξη της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής στην χώρα μας».
«Δεν είχαμε λογαριασμό στην Γενεύη, είχαμε στο Λουγκάνο»
Στο υπόμνημα που κατέθεσαν στους εισαγγελείς ο Συμεών Σικιαρίδης και η σύζυγός του Ελένη Παπακωνσταντίνου (γαμπρός και εξαδέλφη του Γ. Παπακωνσταντίνου, τα ονόματα των οποίων δεν υπήρχαν στη λίστα αν και διατηρούσα λογαριασμό στην HSBC 1. 222 εκατ. δολαρίων) αναφέρουν μεταξύ άλλων: «Όπως προκύπτει από τα προσαγόμενα εκκαθαριστικά της φορολογικής αρχής, από το έτος 1987, που υποβάλλουμε κοινή δήλωση, τα εισοδήματά μας ανέρχονται μέχρι την 31.12.2011 σε 5.725.441 ευρώ συνολικά και μέχρι τη χρήση του έτους 2007 σε 4.172.816 ευρώ συνολικά. Υπερκαλύπτουν, δηλαδή, το ποσό του λογαριασμού που έδωσε λαβή στην έρευνα. Διευκρινίζεται ότι στα πιο πάνω περιλαμβάνεται και ποσό 70.946.300 δραχμών που εισεπράχθη από τον πρώτο εξ ημών, από την πώληση της Rex. Τονίζεται εδώ ότι εμείς, πρωτογενώς, δεν είχαμε λογαριασμό στην τράπεζα HSBC Γενεύης. Μάλιστα, δε ούτε στη Γενεύη. Διατηρούσαμε λογαριασμό στην National Repuplic Bank στο Λουγκάνο της Ελβετίας» η οποία όπως λένε, συγχωνεύτηκε με την HSBC.
Η Κύθνος και ο Nissim Joseph
Οι εισαγγελείς ρωτούν τον Σ. Σικιαρίδη και τη σύζυγό του Ελένη Παπακωνσταντίνου για το τι σημαίνει η ένδειξη «Κύθνος» ή «Κύθνος 42», ή «Κύθνος 4» με την οποία φέρεται να συνδέεται ο λογαριασμός τους. «Δεν υπάρχει καμία σύνδεση με άλλο πρόσωπο φυσικό ή νομικό σε αυτό το λογαριασμό. Η ένδειξη αυτή είναι σημείο αναφοράς που συνδέεται με τη φυσιογνωμία (προφίλ) του πελάτη», απαντά η κ. Ελένη Παπακωνσταντίνου ενώ ο σύζυγος της αναφέρει: «Αυτό είναι το όνομα του λογαριασμού. Την ένδειξη αυτή που αποτελεί ένα πελασγικό τοπωνύμιο την επέλεξα εγώ. Δεν υπάρχει καμία σύνδεση με άλλο πρόσωπο φυσικό ή νομικό σε αυτό το λογαριασμό» απαντά ο Σ. Σικιαρίδης.Σε ερώτηση δε των εισαγγελέων για αν το γνωρίζουν κάποιον Nissim Joseph και οι δυο απαντούν πως πρόκειται για τον επενδυτικό τους σύμβουλο και συνεργάτη που τους συνέστησε η τράπεζα, στο Λουγκάνο.
«Ο λογαριασμός υπάρχει και σήμερα, δεν μας ειδοποίησαν»
«Ουδεμία αξιόποινη πράξη έχω τελέσει» αναφέρει στους εισαγγελείς η Ελένη Παπακωνσταντίνου και ο σύζυγος της και συμπληρώνουν: «Ο λογαριασμός εξακολουθεί να υπάρχει με σημερινή αποτίμηση γύρω στις 330.000 ευρώ. Ποτέ δεν ειδοποιηθήκαμε από την τράπεζα περί του ότι είχε ανακύψει ζήτημα με τα πρόσωπα που αναφέρονται στη λίστα Λαγκάρντ. Η εξήγηση που δίνουμε εμείς, δηλαδή εγώ, και ο σύζυγος μου, είναι ότι δεν είμαστε πελάτες του Καταστήματος Γενεύης. Συμπληρωματικά έχει περιληφθεί το όνομά μας προφανώς από το συγκεντρωτικό ηλεκτρονικό εγκέφαλο της τράπεζας στη Γενεύη. Διατηρούσαμε λογαριασμό στην National Repuplic Bank στο Λουγκάνο της Ελβετίας» η οποία όπως λέει το ζεύγος Σικιαρίδη - Παπακωνσταντίνου, συγχωνεύτηκε με την HSBC.
Α. Ρωσσώνης: Δεν είχα λογαριασμό μιας ημέρας
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπόμνημα του Α. Ρωσσώνη ο οποίος αναφέρει πως ο λογαριασμός που τηρούσε στην HSBC άνοιξε και έκλεισε αυθημερόν δεν είναι αληθές. Ο ίδιος προσκομίζει όπως λέει παραστατικά ελληνικής τράπεζας με ημερομηνία 1.2.05 από τα οποία αποδεικνύεται ότι τότε μετέφερε τα ποσά που είχε στην HSBC στην Ελβετία «και δη 715.112,47 και 113.531,94 δολάρια ΗΠΑ αντίστοιχα» στην ελληνική τράπεζα. Όπως αναφέρει: «Από τότε ο λογαριασμός μου στην τράπεζα HSBC έκλεισε. Άρα, το θρυλούμενο, ως περίεργο, ότι ο λογαριασμός αυτός άνοιξε και έκλεισε αυθημερόν, δεν είναι αληθές. Την μεταφορά αυτή την πραγματοποίησα δυνάμει του άρθρου 38 του νόμου 3259/2004, καταβάλλοντας τον αντιστοιχούντα φόρο και εξαντλώντας την φορολογική μου υποχρέωση για τα κεφάλαια αυτά».
«Μας πήρε τηλέφωνο ο Παπακωνσταντίνου»
Σε άλλο σημείο του υπομνήματος του ο Α. Ρωσσώνης αναφέρει: «…Δεν μίλησα ποτέ με τον πρώην υπουργό για την αρχικά θρυλούμενη και ήδη επίμαχη λίστα. Βεβαιώς, μόλις ανέκυψε ζήτημα διαγραφής των ονομάτων της κουνιάδας μου Ελένης Παπακωνσταντίνου, του συγγαβρού μου Συμεών Σικιαρίδη και του δικού μου, επικοινώνησε μαζί μας τηλεφωνικά, ο ίδιος (σ.σ. ο Γ. Παπακωνσταντίνου). Κατηγορηματικά μας διαβεβαίωσε ότι ουδεμία ποτέ επιχείρησε επέμβαση στο κείμενο. Δίδω απόλυτη πίστη στη διαβεβαίωσή του». Ακόμη, η Ελένη Παπακωνσταντίνου αναφέρει πως τη διαχείριση του λογαριασμού αυτού έκανε ο σύζυγός της.
Α. Ρωσσώνης: Αν υποθέσουμε ότι αλλοίωσε τη λίστα μπορούσε να το κάνει χωρίς εμάς!
Και συνεχίζει στο υπόμνημά του ο Α. Ρωσσώνης: «Ανεξάρτητα, όμως, από τα παραπάνω, ο Γ.Σ. Παπακωνσταντίνου κατείχε τη θέση του υπουργού Οικονομικών και βρίσκονταν υπό συνεχή αρνητική κριτική από τον Τύπου και από αλλού. Απ’ αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα, γίνεται αμέσως σαφές ότι ο εξάδελφος της συζύγου μου είχε αυτοδυνάμως, προς περιφρούρηση της δικής του πολιτικής φυσιογνωμίας, λόγο να μη θέλει οικογενειακώς να συνδέεται με καταθέσεις σε ελβετική τράπεζα. Ήδη δε σήμερα, σε εποχή που η χώρα μαστίζεται από ανέχεια. Συνεπώς και αν ήθελε υποτεθεί ότι – πράγματι – νόθευσε κείμενο, που εξέθεσε σε αρνητική πολιτική κριτική το όνομά του, είχε στήριγμα αυτοτελές για να ενεργήσει έτσι. Χωρίς, δηλαδή, να απαιτείται, προς παρακίνησή του, οποιαδήποτε ηθική αυτουργία, οιουδήποτε».
«Ο λογαριασμός άνοιξε το 1998, δεν μπορώ να εξηγήσω το έγγραφο που αναφέρει 2010»
Πάντως, ο Α. Ρωσσώνης όταν του επιδεικνύεται από τους δυο εισαγγελείς έγγραφο (εκτυπωθέν αρχείο με το λογαριασμό του) σύμφωνα με το οποίο ο λογαριασμός του άνοιξε το 2010 αναφέρεαι: «Ο λογαριασμός άνοιξε το έτος 1998. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως στο αντίγραφο που μου επιδεικνύετε αναφέρεται η ημερομηνία 10-10-2010. Δεν γνωρίζω τι είναι η ημερομηνία αυτή αλλά στην καρτέλα αναφέρεται η ημερομηνία ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού».
Αξίζει πάντως να σημειωθεί εδώ ότι οι ισχυρισμοί των τριών συγγενών του Γ. Παπακωνσταντίνου ελέγχονται από τους εισαγγελείς όπως επίσης ελέγχονται και οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί και οι κινήσεις τους από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) κατ εντολή των κ.κ. Πεπόνη Μουζακίτη.
Μόνα Παπαδάκου: «Ουδέποτε άκουσα κάτι σχετικό με τη λίστα»
Στην κατάθεσή της η συνεργάτιδα του Γ. Παπακωνσταντίνου, Λεμονιά (Μόνα) Παπαδάκου, αναφέρει πως ουδέποτε άκουσε κάτι σχετικό με την λίστα, διότι η δική της αρμοδιότητα ήταν η διερεύνηση θεμάτων οικονομικού ενδιαφέροντος «με έμφαση σε δημοσιονομικά και μακροοικονομικά ζητήματα σε σχέση με την εθνική και διεθνή εμπειρία»!. Η ίδια αναφέρει πως δεν άκουσε ποτέ από τον πρώην υπουργό ή από οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο τίποτα σχετικό με τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά έμαθε για αυτή όταν το θέμα πήρε δημοσιότητα το φθινόπωρο του 2012. Σε ερώτηση δε των εισαγγελέων για το ποιος πιστεύει ότι γνωρίζει πού παραδόθηκε για φύλαξη το αρχείο, η μάρτυρας απαντά: «Υποθέτω ότι γνωρίζει ο ίδιος ο κ. υπουργός».
«Η λίστα έπρεπε να αποτελέσει βάση ελέγχου»
Στην κατάθεσή της η Σοφία Ρίτσου, σύμβουλος του τότε γενικού γραμματέα του υπ. Οικονομικών Ηλία Πλασκοβίτη, αναφέρει: «Δεν είχα καμία απολύτως ενασχόληση με τη λίστα Λαγκάρντ…. Δε γνώριζα τίποτα… Έλαβα πληροφόρηση τον Οκτώβριο του 2012 από δημοσιεύματα». Η ίδια, πάντως, αναφέρει πως «η λίστα όσο και οποιαδήποτε άλλη λίστα έρχεται σε γνώση του υπουργείου, οφείλει να αποτελεί βάση ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Ο νόμος έχει συμπεριλάβει όλες τις ειδικές προβλέψεις για να το εξασφαλίσει αυτό σε επίπεδο θεσμών και διαδικασιών».
«Ο Παπακωσταντίνου έστειλε τη λίστα στο Διώτη με την ασφάλειά του»
Τέλος στην κατάθεσή της η Χρυσή Χατζή, διευθύντρια του γραφείου Παπακωνσταντίνου αναφέρει ότι τον Οκτώβριο του 2010 ο πρώην υπουργός την ειδοποίησε να παραλάβει εμπιστευτικό φάκελο για λογαριασμό του, από την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι. Η μάρτυρας αναφέρεται και εκείνη στη σύσκεψη που έγινε στο υπουργείο στις 24 Ιανουαρίου του 2011, υπό τον Γ. Παπακωνσταντίνου με θέμα τη λίστα. Εκεί, κατά την μάρτυρα, ο πρώην υπουργός ζήτησε την γνώμη των παρισταμένων (της ιδίας, του κ. Πλασκοβίτη, του κ. Καπελέρη και του κ. Μπάνου) για το πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές. «Στις αρχές Ιουνίου του 2011 ο υπουργός μου είπε ότι ενημέρωσε κατ’ ιδίαν τον κ. Διώτη για τα στοιχεία των καταθέσεων σε ελβετική τράπεζα που του είχαν περιέλθει από τις γαλλικές αρχές και ότι του έστειλε τα στοιχεία αυτά με την ασφάλειά του».
Συνεχίζοντας την κατάθεσή της η μάρτυρας αναφέρει: «Μετά την ακρόαση του υπουργού στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στις 24.20.2012 στην οποία ανέφερε ότι τα στοιχεία αυτά δεν τα έδωσε για πρωτοκόλληση αλλά για εμπιστευτική φύλαξη, επικοινώνησα με τον υπάλληλο του πρωτοκόλλου του κ. υπουργού κ. Ν. Χ. και τον ρώτησα αν είχε δει ποτέ ένα cd για πρωτοκόλληση με στοιχεία καταθετών , προερχόμενο από την Γαλλία ή την Ελβετία, ή αν υπήρχε περίπτωση να είχαν κρατήσει έστω χωρίς πρωτοκόλληση στο γραφείο πρωτοκόλλου του υπουργού ένα παρόμοιο cd. Μου απάντησε αρνητικά και στα δυο ερωτήματα και μου είπε ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοι του είχαν ενημερώσει περί τούτου και τον διευθυντή και νυν υπουργό, που τους είχε ρωτήσει αν είχαν δει ή πρωτοκολλήσει έστω το εμπιστευτικό πρωτόκολλο που τηρούσαν οι ίδιοι το cd αυτό».
.protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου