(από την Καθημερινή της Κυριακής)
Αίσθημα ανασφάλειας προκαλεί σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά η άνοδος των ευρωπαϊκών επιτοκίων, που έχει προαναγγείλει ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας...
κ. Ζαν Κλοντ Τρισέ για την προσεχή σύνοδο, δηλαδή την επόμενη εβδομάδα. Με δεδομένη την οριακή ικανότητα αρκετών νοικοκυριών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις μηνιαίες υποχρεώσεις τους, το ενδεχόμενο ανόδου των επιτοκίων θα επιδεινώσει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημά τους, που έχει ήδη συρρικνωθεί σημαντικά, περιορίζοντας την οριακή δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων πολλών νοικοκυριών.
Η εξέλιξη των επιτοκίων, σύμφωνα με φράση κορυφαίου Eλληνα τραπεζίτη, λειτουργεί ως «δελτίο καιρού» και στοχεύει στο να αποθαρρύνει τη ζήτηση για νέο δανεισμό, που κινείται άλλωστε σταθερά σε αρνητικό ρυθμό από τις αρχές του 2011. Το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για νέα επενδυτικά σχέδια είναι παγωμένο, ενώ η αβεβαιότητα των εισοδημάτων και της διατήρησης της θέσης εργασίας αναγκάζει τα νοικοκυριά να αναστείλουν αποφάσεις που αφορούν μια μακροχρόνια περίοδο, όπως είναι η απόφαση για την αγορά κατοικίας.
Τα δάνεια που είναι συνδεδεμένα με το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ, το οποίο παραμένει καθηλωμένο στο 1% για περίπου δύο χρόνια, αποτελούσαν ασφαλές μέχρι σήμερα καταφύγιο για σημαντική μερίδα δανειοληπτών. Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αντιπροσωπεύουν το 40% του συνολικού χαρτοφυλακίου των στεγαστικών δανείων, ενώ το 50% είναι συνδεδεμένo με το euribor, που αυξάνεται σταθερά τους τελευταίους μήνες, προκαλώντας μικρή αύξηση στη μηνιαία δόση.
Να σημειωθεί ότι το υπόλοιπο 10% περίπου είναι δάνεια που έχουν συναφθεί με το ελβετικό libor, το οποίο, παρά το ότι βρίσκεται σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα, επιβαρύνεται από την ενίσχυση του ελβετικού φράγκου που σημειώθηκε το τελευταίο διάστημα, έχοντας εκμηδενίσει το επιτοκιακό όφελος για όσους έχουν πάρει δάνειο σε ξένο νόμισμα.
Η προοπτική αύξησης του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 0,25 της μονάδας συμπαρασύρει σε μικρή άνοδο της μηνιαίας δόσης ένα στεγαστικό ή καταναλωτικό δάνειο και αν και το ποσό δεν είναι φυσικά ικανό να τορπιλίσει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, δημιουργεί ανασφάλεια. Η ανησυχία συνδέεται κυρίως με τις εκτιμήσεις που φέρνουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ακολουθεί πολιτική αυξήσεων όλο το 2011, ανεβάζοντας σταδιακά το βασικό επιτόκιο στο 2% περίπου έως το τέλος του χρόνου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα δάνειο 100.000 ευρώ και διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια, η δόση με επιτόκιο 4% διαμορφώνεται στα 615 ευρώ, ενώ εάν το επιτόκιο αυξηθεί στο 4,50% ή5%η δόση αγγίζει τα 640 και τα 670 ευρώ αντίστοιχα. Ανάλογα για ένα δάνειο 150.000 ευρώ και διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια η δόση αυξάνεται από 723 ευρώ στα 767 ευρώ εάν το επιτόκιο ανέβει από το 4% στο 4,5% και στα 813 ευρώ εάν το επιτόκιο αυξηθεί στο 5%. Να σημειωθεί ότι τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στη χώρα μας ήταν πάντα συγκρίσιμα σχεδόν με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και τα στεγαστικά δάνεια που έχουν χορηγηθεί έως το 2008 χαρακτηρίζονταν από εξαιρετικά χαμηλό spread της τάξης του 2%, όταν σήμερα διαμορφώνεται στο 4%.
Στις υπόλοιπες κατηγορίες δανείων τα ελληνικά επιτόκια διαμορφώνονται σε διπλάσια σχεδόν επίπεδα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, καθώς οι ελληνικές τράπεζες «στενάζουν» υπό το βάρος της έλλειψης ρευστότητας, των αυξημένων αποδόσεων που πληρώνουν στις καταθέσεις, αλλά και των υψηλών επισφαλειών που κινούνται πλέον στο 12% του συνόλου του χαρτοφυλακίου, ξεπερνώντας τα 30 δισ. ευρώ.
Ελλείψει ρευστότητας, εκτός από το υψηλό κόστος χρήματος, περιορισμένες είναι πλέον και οι νέες χρηματοδοτήσεις. Η καθημερινή δουλειά των τραπεζών εξαντλείται στις αναχρηματοδοτήσεις υφιστάμενων δανείων, ανεβάζοντας το ποσοστό των δανείων που έχουν ρυθμιστεί στο 20% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, που στο τέλος Φεβρουαρίου διαμορφώθηκε στα 256,6 δισ. ευρώ. Τα υπόλοιπα των επιχειρηματικών δανείων εμφανίζουν οριακή αύξηση ή σταθεροποίηση στα 122,8 δισ. ευρώ, αλλά σημαντικό μέρος των νέων χρηματοδοτήσεων αποτελούν τα δάνεια που δίνουν οι τράπεζες μέσω των χρηματοδοτικών μηχανισμών που έχει συστήσει το Δημόσιο.
Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων υποχωρούν σταθερά και στο τέλος Φεβρουαρίου περιορίστηκαν στα 79,9 δισ. ευρώ, αλλά η πραγματική μείωση εκτιμάται ότι είναι ακόμη μεγαλύτερη. Αυτό γιατί ένα μέρος των υπολοίπων, που υπολογίζεται ότι προσεγγίζει τα 2 δισ. ευρώ, είναι αποτέλεσμα της ενίσχυσης του ελβετικού φράγκου, που αυξάνει το υπόλοιπο των δανείων που έχουν συναφθεί σε ελβετικό νόμισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου