«Όχι» σε ανατροπές και μειώσεις
- Με τα μέτρα της Πράξης του Υπουργικού, καταστρέφεται ολοκληρωτικά ο μηχανισμός που εξασφαλίζει σε όλες τις χώρες τη δυνατότητα συλλογικής ρύθμισης των όρων εργασίας, λέει η ΓΣΕΕ (Φωτογραφία: ΑΠΕ )
Αθήνα
Η ΓΣΕΕ κατέθεσε την Πέμπτη στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (6/28.2.2012) που υλοποιεί τα μέτρα του Μνημονίου 2 και ειδικότερα για τις μειώσεις μισθών και τις ανατροπές στις συλλογικές συμβάσεις.
Όπως επισημαίνει η ΓΣΕΕ, η Πράξη διαμορφώνει στην Ελλάδα ένα εργατικό δίκαιο κατεχόμενης χώρας, στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα δεν μπορούν πλέον να ασκηθούν.
Η ΓΣΕΕ ζήτησε από τον πρόεδρο του ΣτΕ τον ορισμό της συντομότερης δικάσιμης για την εκδίκαση της αίτησης από την Ολομέλεια του δικαστηρίου.
Όπως επισημαίνει η Συνομοσπονδία, με την Πράξη επιβάλλονται μειώσεις μισθών που υποβιβάζουν το ήδη ισχνό και τερατωδώς υπερφορολογημένο εισόδημα των εργαζομένων, όσων έχουν ακόμη εργασία και δεν έχουν προστεθεί στις στρατιές των ανέργων ή των μερικώς απασχολουμένων, πολύ κάτω του ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης και φτώχειας.
Συγχρόνως, οδηγούν σε ακόμη βαθύτερη και καταστροφικότερη ύφεση, που θα οδηγήσει σε κλείσιμο και άλλες, εκατοντάδες χιλιάδες, επιχειρήσεις και απολύσεις.
Το χειρότερο, ωστόσο, τονίζει η ΓΣΕΕ, είναι ότι με τα μέτρα της ΠΥΣ, προϊόν ωμής βίας, καταστρέφεται ολοκληρωτικά ο μηχανισμός που εξασφαλίζει σε όλες τις χώρες τη δυνατότητα συλλογικής ρύθμισης των όρων εργασίας.
Η προσβαλλόμενη Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν περιορίζεται στην επέμβαση, στο περιεχόμενο και τη μείωση ή το «πάγωμα» του μισθού ή την αναίρεση των προστατευτικών έναντι απολύσεων ρυθμίσεων, αλλά προχωρά στην καταστροφή όλου του μηχανισμού συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαιτησίας (με την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία), μια καταστροφή που καθιστά τους εργαζομένους παθητικά υποκείμενα στη διαδικασία διάπλασης των όρων εργασίας, τη ρύθμιση των οποίων παραπέμπει, τελικά, στην ατομική διαπραγμάτευση και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας.
Είναι βέβαιο, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, ότι και οι απομένοντες μισθοί πείνας αλλά και οι θεσμικοί όροι εργασίας θα σαρωθούν στη συνέχεια με ατομικές συμβάσεις εργασίας, που καθίστανται όχι απλώς το κυρίαρχο αλλά, ουσιαστικά, το μοναδικό εργαλείο ρύθμισης των όρων εργασίας.
Συγχρόνως, οι ρυθμίσεις της Πράξης συμπαρασύρουν και το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα (άρθρο 23 παρ. 1 Σ), από το οποίο στερούν τα βασικά εργαλεία του, τη συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα απεργίας (άρθρο 23 παρ. 2 Σ), αφού για όλα τα ουσιώδη ζητήματα που αποτελούν τα συνηθισμένα απεργιακά αιτήματα η προσβαλλόμενη πράξη ορθώνει σειρά ολόκληρη απαγορεύσεων, καθιστά με άλλα λόγια παράνομη κάθε σχετική απεργία.
Όπως είναι γνωστό, η λειτουργία του συνδικαλιστικού δικαιώματος συνίσταται στην προστασία και προαγωγή των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων εργαζομένων και κύριο εργαλείο εδώ είναι η συλλογική σύμβαση και το υποκατάστατό της η διαιτησία.
«Μάλιστα, η συνταγματική διασφάλιση της διαιτησίας έχει επιβεβαιωθεί με την ομόφωνη (!) απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 25/2004» λέει η ΓΣΕΕ και προσθέτει ότι «χωρίς τη διασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων το συνδικαλιστικό δικαίωμα χάνει το βασικότερο πεδίο λειτουργίας του, ενώ η ρύθμιση των όρων εργασίας μεταφέρεται από το συλλογικό στο ατομικό πεδίο και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας.»
«Το γεγονός ότι με την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου εισάγονται μέτρα χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση ή, έστω, καθ' υπέρβασή της, αποτελεί, σε σύγκριση με την καταστροφή που προκαλείται στις εργασιακές σχέσεις με τις επιλογές της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, πραγματικά δευτερεύον ζήτημα» σημειώνει.
Η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου διαμορφώνει στην Ελλάδα, επισημαίνει η ΓΣΕΕ, «ένα εργατικό δίκαιο κατεχόμενης χώρας, στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι θεμελιώδη για όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν πλέον να ασκηθούν.»
Η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι θα ασκήσει όλα τα δικαιώματά της ενώπιον των ελληνικών και των διεθνών δικαστηρίων και θα υπερασπιστεί μαζί με όλους τους εργαζομένους τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στη χώρα μας.
Όπως επισημαίνει η ΓΣΕΕ, η Πράξη διαμορφώνει στην Ελλάδα ένα εργατικό δίκαιο κατεχόμενης χώρας, στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα δεν μπορούν πλέον να ασκηθούν.
Η ΓΣΕΕ ζήτησε από τον πρόεδρο του ΣτΕ τον ορισμό της συντομότερης δικάσιμης για την εκδίκαση της αίτησης από την Ολομέλεια του δικαστηρίου.
Όπως επισημαίνει η Συνομοσπονδία, με την Πράξη επιβάλλονται μειώσεις μισθών που υποβιβάζουν το ήδη ισχνό και τερατωδώς υπερφορολογημένο εισόδημα των εργαζομένων, όσων έχουν ακόμη εργασία και δεν έχουν προστεθεί στις στρατιές των ανέργων ή των μερικώς απασχολουμένων, πολύ κάτω του ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης και φτώχειας.
Συγχρόνως, οδηγούν σε ακόμη βαθύτερη και καταστροφικότερη ύφεση, που θα οδηγήσει σε κλείσιμο και άλλες, εκατοντάδες χιλιάδες, επιχειρήσεις και απολύσεις.
Το χειρότερο, ωστόσο, τονίζει η ΓΣΕΕ, είναι ότι με τα μέτρα της ΠΥΣ, προϊόν ωμής βίας, καταστρέφεται ολοκληρωτικά ο μηχανισμός που εξασφαλίζει σε όλες τις χώρες τη δυνατότητα συλλογικής ρύθμισης των όρων εργασίας.
Η προσβαλλόμενη Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν περιορίζεται στην επέμβαση, στο περιεχόμενο και τη μείωση ή το «πάγωμα» του μισθού ή την αναίρεση των προστατευτικών έναντι απολύσεων ρυθμίσεων, αλλά προχωρά στην καταστροφή όλου του μηχανισμού συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαιτησίας (με την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία), μια καταστροφή που καθιστά τους εργαζομένους παθητικά υποκείμενα στη διαδικασία διάπλασης των όρων εργασίας, τη ρύθμιση των οποίων παραπέμπει, τελικά, στην ατομική διαπραγμάτευση και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας.
Είναι βέβαιο, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, ότι και οι απομένοντες μισθοί πείνας αλλά και οι θεσμικοί όροι εργασίας θα σαρωθούν στη συνέχεια με ατομικές συμβάσεις εργασίας, που καθίστανται όχι απλώς το κυρίαρχο αλλά, ουσιαστικά, το μοναδικό εργαλείο ρύθμισης των όρων εργασίας.
Συγχρόνως, οι ρυθμίσεις της Πράξης συμπαρασύρουν και το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα (άρθρο 23 παρ. 1 Σ), από το οποίο στερούν τα βασικά εργαλεία του, τη συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα απεργίας (άρθρο 23 παρ. 2 Σ), αφού για όλα τα ουσιώδη ζητήματα που αποτελούν τα συνηθισμένα απεργιακά αιτήματα η προσβαλλόμενη πράξη ορθώνει σειρά ολόκληρη απαγορεύσεων, καθιστά με άλλα λόγια παράνομη κάθε σχετική απεργία.
Όπως είναι γνωστό, η λειτουργία του συνδικαλιστικού δικαιώματος συνίσταται στην προστασία και προαγωγή των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων εργαζομένων και κύριο εργαλείο εδώ είναι η συλλογική σύμβαση και το υποκατάστατό της η διαιτησία.
«Μάλιστα, η συνταγματική διασφάλιση της διαιτησίας έχει επιβεβαιωθεί με την ομόφωνη (!) απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 25/2004» λέει η ΓΣΕΕ και προσθέτει ότι «χωρίς τη διασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων το συνδικαλιστικό δικαίωμα χάνει το βασικότερο πεδίο λειτουργίας του, ενώ η ρύθμιση των όρων εργασίας μεταφέρεται από το συλλογικό στο ατομικό πεδίο και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας.»
«Το γεγονός ότι με την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου εισάγονται μέτρα χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση ή, έστω, καθ' υπέρβασή της, αποτελεί, σε σύγκριση με την καταστροφή που προκαλείται στις εργασιακές σχέσεις με τις επιλογές της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, πραγματικά δευτερεύον ζήτημα» σημειώνει.
Η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου διαμορφώνει στην Ελλάδα, επισημαίνει η ΓΣΕΕ, «ένα εργατικό δίκαιο κατεχόμενης χώρας, στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι θεμελιώδη για όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν πλέον να ασκηθούν.»
Η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι θα ασκήσει όλα τα δικαιώματά της ενώπιον των ελληνικών και των διεθνών δικαστηρίων και θα υπερασπιστεί μαζί με όλους τους εργαζομένους τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στη χώρα μας.
Newsroom ΔΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου