Ρεπορτάζ : Γρηγόρης Τζιοβάρας
(από το Βήμα της Κυριακής)
Με τη σειρά κατάταξης των κομμάτων να θεωρείται, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου, «προεξοφλημένη», ο μόνος «γρίφος» που απομένει προς επίλυση από την κάλπη της 4ης Οκτωβρίου είναι, όπως όλα δείχνουν, το εύρος της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που θα εξασφαλίσει το πρώτο κόμμα. Με γνώμονα τις δημοσκοπήσεις, η δημοσιοποίηση των... οποίων μπορεί να απαγορεύεται αλλά η διενέργειά τους για λογαριασμό των κομμάτων συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς, τα κομματικά επιτελεία καταστρώνουν σενάρια και εξετάζουν εκδοχές για την «επόμενη ημέρα» της εκλογικής αναμέτρησης και την κοινοβουλευτική σύνθεση της προσεχούς περιόδου. Εχοντας ως βασικό εφόδιο τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, τα κόμματα διευκολύνονται στους υπολογισμούς τους για την επομένη της αναμέτρησης από το ισχύον εκλογικό σύστημα. Βασικό εργαλείο των κομματικών σχεδιασμών είναι οι απλοί κανόνες για την κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών που μπορεί να συνοψιστούν ως εξής: * Πρώτον, όλα τα κόμματα που ξεπερνούν το 3% πανελλαδικά, λαμβάνοντας έτσι το «εισιτήριο» για τη Βουλή, μοιράζονται κατά απόλυτα αναλογικό τρόπο τις 260 από τις 300 έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου. Ανεξαρτήτως των επιδόσεων που έχουν σε κάθε περιφέρεια (π.χ. μονοεδρικές) ή αν δικαιούνται ή όχι να λάβουν έδρα από το ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ο συνολικός αριθμός των βουλευτών που εκλέγει κάθε κόμμα αποτελεί συνάρτηση μόνον του εκλογικού του ποσοστού στο σύνολο των εκλογικών περιφερειών. * Δεύτερον, το πρώτο κόμμα πριμοδοτείται με ένα σταθερό «μπόνους» 40 (επιπλέον) εδρών, ακόμη και αν η διαφορά που το χωρίζει από το δεύτερο κόμμα είναι μία ψήφος. * Τρίτον, ο «πήχης της αυτοδυναμίας», το ποσοστό δηλαδή που εξασφαλίζει 151 έδρες και δίνει την ευχέρεια σχηματισμού μονοκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας, δεν είναι σταθερός, αλλά εξαρτάται από δύο παράγοντες: κατ΄ αρχάς, από αυτό καθαυτό το ποσοστό του πρώτου κόμματος και, κατά δεύτερον, από το αθροιστικό ποσοστό που λαμβάνουν οι σχηματισμοί οι οποίοι δεν ξεπερνούν το 3% και άρα δεν δικαιούνται να εκλέξουν βουλευτές. Πρακτικά οι τρεις αυτοί απλοί κανόνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για να επιτευχθεί η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος χρειάζεται, κατ΄ αρχήν, το εκλογικό ποσοστό του να είναι της τάξεως του 42,69%, επίδοση που του δίνει με βεβαιότητα 111 κοινοβουλευτικές έδρες, από τις οποίες με την πρόσθεση των 40 εδρών του «μπόνους» προκύπτει το «πολυπόθητο» 151. Ο «πήχης της αυτοδυναμίας» ωστόσο υποχωρεί όσο αυξάνονται οι «χαμένες ψήφοι», αυτές δηλαδή που λαμβάνουν τα κόμματα που δεν μπαίνουν στη Βουλή, καθώς οι έδρες που θεωρητικά δικαιούνται τα τελευταία μοιράζονταικαι πάλι αναλογικά- στα κόμματα που εξασφαλίζουν την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο. Διευκολύνεται με τον τρόπο αυτόν η επιδίωξη του πρώτου κόμματος που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αναδειχθεί αυτοδύναμο και με ποσοστό κάτω του 40%. Για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα με ποσοστό λίγο κάτω από το 41% εκλέγει 152 βουλευτές αν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής φθάσουν στο 5%, ενώ με τα «εξωκοινοβουλευτικά κόμματα» να περιορίζονται στο 2%, ο νικητής των εκλογών με το ίδιο ακριβώς ποσοστό μένει με 148 βουλευτές και άρα χωρίς αυτοδυναμία. Επίσης, με τους εκτός Βουλής σχηματισμούς στο 1,5% το πρώτο κόμμα με 42% θα βρεθεί οριακά κάτω από τον πήχη της αυτοδυναμίας εκλέγοντας 150 βουλευτές, οι οποίοι γίνονται- με το ίδιο ακριβώς ποσοστό του πρώτου- αυτοδύναμη πλειοψηφία 152 εδρών εφόσον οι «εξωκοινοβουλευτικοί» ανέβουν στο 2,5%. Σε αριθμητική βάση αυτό «μεταφράζεται», όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, ως εξής: για κάθε 0,5% που λαμβάνουν οι «μικροί», ο «πήχης της αυτοδυναμίας» υποχωρεί κατά 0,21%, ποσοστό με το οποίο το πρώτο κόμμα εξασφαλίζει μία επιπλέον έδρα. Ετσι, με ένα ποσοστό του πρώτου κόμματος περί το 42% και με τους εκτός Βουλής στο 4%, ο νικητής των εκλογών εξασφαλίζει πέντε ή έξι έδρες περισσότερες από αυτές που δικαιούται από τη δική του επίδοση και εξασφαλίζει σχετικά άνετη πλειοψηφία 154 ή 155 εδρών. Το πού θα κυμανθεί η αθροιστική δύναμη των μικρών κομμάτων είναι δύσκολο να προδικαστεί. Αποφασιστικός παράγοντας ωστόσο για το εύρος της διακύμανσής της είναι το αν κάποιος από τους «μικρούς» βρεθεί οριακά κάτω του 3%, όπως συνέβη σε ορισμένες από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Για παράδειγμα, οι επιδόσεις των κομμάτων αυτής της κατηγορίας ήταν 5,23% στις εκλογές του 1996 (όταν έμεινε εκτός Βουλής η Πολιτική Ανοιξη), υποχώρησε στο 4,75% στην αναμέτρηση του 2000 (δεν ξεπέρασε το όριο το ΔΗΚΚΙ), ανήλθε ελαφρώς το 2004 (έμειναν έξω το ΔΗΚΚΙ και ο νεοσύστατος ΛΑΟΣ) στο 4,93% και έπεσε στο 3,07% το 2007 (όταν μπήκε στη Βουλή ο ΛΑΟΣ και η μόνη αξιόλογη πολιτική δύναμη που έμεινε εκτός ήταν οι Οικολόγοι Πράσινοι, με χαμηλή όμως επίδοση της τάξεως του 1,05%).
(από το Βήμα της Κυριακής)
Με τη σειρά κατάταξης των κομμάτων να θεωρείται, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου, «προεξοφλημένη», ο μόνος «γρίφος» που απομένει προς επίλυση από την κάλπη της 4ης Οκτωβρίου είναι, όπως όλα δείχνουν, το εύρος της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που θα εξασφαλίσει το πρώτο κόμμα. Με γνώμονα τις δημοσκοπήσεις, η δημοσιοποίηση των... οποίων μπορεί να απαγορεύεται αλλά η διενέργειά τους για λογαριασμό των κομμάτων συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς, τα κομματικά επιτελεία καταστρώνουν σενάρια και εξετάζουν εκδοχές για την «επόμενη ημέρα» της εκλογικής αναμέτρησης και την κοινοβουλευτική σύνθεση της προσεχούς περιόδου. Εχοντας ως βασικό εφόδιο τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, τα κόμματα διευκολύνονται στους υπολογισμούς τους για την επομένη της αναμέτρησης από το ισχύον εκλογικό σύστημα. Βασικό εργαλείο των κομματικών σχεδιασμών είναι οι απλοί κανόνες για την κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών που μπορεί να συνοψιστούν ως εξής: * Πρώτον, όλα τα κόμματα που ξεπερνούν το 3% πανελλαδικά, λαμβάνοντας έτσι το «εισιτήριο» για τη Βουλή, μοιράζονται κατά απόλυτα αναλογικό τρόπο τις 260 από τις 300 έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου. Ανεξαρτήτως των επιδόσεων που έχουν σε κάθε περιφέρεια (π.χ. μονοεδρικές) ή αν δικαιούνται ή όχι να λάβουν έδρα από το ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ο συνολικός αριθμός των βουλευτών που εκλέγει κάθε κόμμα αποτελεί συνάρτηση μόνον του εκλογικού του ποσοστού στο σύνολο των εκλογικών περιφερειών. * Δεύτερον, το πρώτο κόμμα πριμοδοτείται με ένα σταθερό «μπόνους» 40 (επιπλέον) εδρών, ακόμη και αν η διαφορά που το χωρίζει από το δεύτερο κόμμα είναι μία ψήφος. * Τρίτον, ο «πήχης της αυτοδυναμίας», το ποσοστό δηλαδή που εξασφαλίζει 151 έδρες και δίνει την ευχέρεια σχηματισμού μονοκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας, δεν είναι σταθερός, αλλά εξαρτάται από δύο παράγοντες: κατ΄ αρχάς, από αυτό καθαυτό το ποσοστό του πρώτου κόμματος και, κατά δεύτερον, από το αθροιστικό ποσοστό που λαμβάνουν οι σχηματισμοί οι οποίοι δεν ξεπερνούν το 3% και άρα δεν δικαιούνται να εκλέξουν βουλευτές. Πρακτικά οι τρεις αυτοί απλοί κανόνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για να επιτευχθεί η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος χρειάζεται, κατ΄ αρχήν, το εκλογικό ποσοστό του να είναι της τάξεως του 42,69%, επίδοση που του δίνει με βεβαιότητα 111 κοινοβουλευτικές έδρες, από τις οποίες με την πρόσθεση των 40 εδρών του «μπόνους» προκύπτει το «πολυπόθητο» 151. Ο «πήχης της αυτοδυναμίας» ωστόσο υποχωρεί όσο αυξάνονται οι «χαμένες ψήφοι», αυτές δηλαδή που λαμβάνουν τα κόμματα που δεν μπαίνουν στη Βουλή, καθώς οι έδρες που θεωρητικά δικαιούνται τα τελευταία μοιράζονταικαι πάλι αναλογικά- στα κόμματα που εξασφαλίζουν την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο. Διευκολύνεται με τον τρόπο αυτόν η επιδίωξη του πρώτου κόμματος που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αναδειχθεί αυτοδύναμο και με ποσοστό κάτω του 40%. Για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα με ποσοστό λίγο κάτω από το 41% εκλέγει 152 βουλευτές αν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής φθάσουν στο 5%, ενώ με τα «εξωκοινοβουλευτικά κόμματα» να περιορίζονται στο 2%, ο νικητής των εκλογών με το ίδιο ακριβώς ποσοστό μένει με 148 βουλευτές και άρα χωρίς αυτοδυναμία. Επίσης, με τους εκτός Βουλής σχηματισμούς στο 1,5% το πρώτο κόμμα με 42% θα βρεθεί οριακά κάτω από τον πήχη της αυτοδυναμίας εκλέγοντας 150 βουλευτές, οι οποίοι γίνονται- με το ίδιο ακριβώς ποσοστό του πρώτου- αυτοδύναμη πλειοψηφία 152 εδρών εφόσον οι «εξωκοινοβουλευτικοί» ανέβουν στο 2,5%. Σε αριθμητική βάση αυτό «μεταφράζεται», όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, ως εξής: για κάθε 0,5% που λαμβάνουν οι «μικροί», ο «πήχης της αυτοδυναμίας» υποχωρεί κατά 0,21%, ποσοστό με το οποίο το πρώτο κόμμα εξασφαλίζει μία επιπλέον έδρα. Ετσι, με ένα ποσοστό του πρώτου κόμματος περί το 42% και με τους εκτός Βουλής στο 4%, ο νικητής των εκλογών εξασφαλίζει πέντε ή έξι έδρες περισσότερες από αυτές που δικαιούται από τη δική του επίδοση και εξασφαλίζει σχετικά άνετη πλειοψηφία 154 ή 155 εδρών. Το πού θα κυμανθεί η αθροιστική δύναμη των μικρών κομμάτων είναι δύσκολο να προδικαστεί. Αποφασιστικός παράγοντας ωστόσο για το εύρος της διακύμανσής της είναι το αν κάποιος από τους «μικρούς» βρεθεί οριακά κάτω του 3%, όπως συνέβη σε ορισμένες από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Για παράδειγμα, οι επιδόσεις των κομμάτων αυτής της κατηγορίας ήταν 5,23% στις εκλογές του 1996 (όταν έμεινε εκτός Βουλής η Πολιτική Ανοιξη), υποχώρησε στο 4,75% στην αναμέτρηση του 2000 (δεν ξεπέρασε το όριο το ΔΗΚΚΙ), ανήλθε ελαφρώς το 2004 (έμειναν έξω το ΔΗΚΚΙ και ο νεοσύστατος ΛΑΟΣ) στο 4,93% και έπεσε στο 3,07% το 2007 (όταν μπήκε στη Βουλή ο ΛΑΟΣ και η μόνη αξιόλογη πολιτική δύναμη που έμεινε εκτός ήταν οι Οικολόγοι Πράσινοι, με χαμηλή όμως επίδοση της τάξεως του 1,05%).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου