Ρεπορτάζ : Δημήτρης Νικολακόπουλος
(από το Βήμα της Κυριακής)
Είναι κατά μέσον όρο 35 ετών, δηλαδή στην πλέον παραγωγική του ηλικία, έχει τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, εργάζεται κατά κύριο λόγο στις κατασκευές, μένει σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο κυρίως στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αττική και Θεσσαλονίκη), είναι πατέρας παιδιών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, έχει εισέλθει νόμιμα στην Ελλάδα πριν από το 2005, συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της... χώρας, καταβάλλει κανονικά τις ασφαλιστικές του εισφορές στο ΙΚΑ ή στον ΟΓΑ και υποβάλλει φορολογική δήλωση. Αυτό είναι το προφίλ του οικονομικού μετανάστη, ο οποίος μετά την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου, το οποίο πήρε ήδη τον δρόμο προς τη Βουλή, θα μπορεί να διεκδικήσει την ελληνική ιθαγένεια και το δικαίωμα να ψηφίζει στις δημοτικές εκλογές, επισφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ένταξή του στην ελληνική κοινωνία.
Το κοινωνικό προφίλ των οικονομικών μεταναστών προκύπτει από έρευνα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Οικονομική Μετανάστευση, που διενεργήθηκε με αφορμή το «σχέδιο Ραγκούση», χωρίς ωστόσο να εκφέρεται σε αυτήν γνώμη για την ιθαγένεια και την ψήφο. Αν και ο υπολογισμός του ακριβούς αριθμού των μεταναστών, όπως επισημαίνεται, αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση λόγω της παράνομης μετανάστευσης και της σύγχυσης η οποία επικρατεί στους εμπλεκομένους φορείς, εκτιμάται ότι ο όγκος του αλλοδαπού πληθυσμού που διαμένει στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε ποσοστό στο 10,3% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία ο μέσος όρος των αλλοδαπών στον πληθυσμό ανέρχεται στο 5,5%.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού των μεταναστών ανήκει στις παραγωγικές ηλικίες (53,5% επί του συνόλου), ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι ηλικιωμένοι, σε αντίθεση με το αντίστοιχα δεδομένα που αφορούν τους ημεδαπούς και δείχνουν περισσότερους έλληνες ηλικιωμένους και μικρότερο ποσοστό παιδιών σε σύγκριση με τον αλλοδαπό πληθυσμό (15% για τους Ελληνες, 17% για τους αλλοδαπούς). Το 32,9% των μεταναστών εργάζονται και έχουν ενταχθεί πλήρως στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Το 29,3% έχει γνώσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το 9,2% δεν έχει καμία εκπαίδευση και το 0,6% είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μεταναστών (37,7%) είναι ανειδίκευτοι εργάτες και ειδικευμένοι τεχνίτες (35,4%).
Ο αριθμός των παιδιών των αλλοδαπών που φοιτούν σε ελληνικά σχολεία ανέρχεται σε 98.241 άτομα (6,7% στο σύνολο). Στην πλειονότητά τους όμως τα παιδιά των μεταναστών δεν συνεχίζουν τη φοίτησή τους στο λύκειο (66%) και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (85%). Οι περισσότεροι μετανάστες εγκαθίστανται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός τους επιλέγει περιοχές αναλόγως της απασχόλησής τους (τουρισμός, γεωργία, κτηνοτροφία, κτλ.). Το 31,7% απασχολείται στις κατασκευές, μεγάλο ποσοστό εργάζεται ως οικιακό προσωπικό, 12,8% στη μεταποίηση, 8,2% στον τουρισμό. Μετά το 2001 καταγράφεται μείωση κατά 73% της απασχόλησής τους σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες και αύξηση της απασχόλησής τους στο εμπόριο. Οι μετανάστες στη συντριπτική τους πλειονότητα εξασφαλίζουν οικονομικούς πόρους μέσω της μισθωτής εργασίας.
Το 90,2% του συνόλου των μεταναστών μένουν στο ενοίκιο ενώ μόλις το 5% διαθέτει ιδιόκτητες κατοικίες, αν και η εικόνα αυτή έχει αρχίσει να αλλάζει τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότεροι μετανάστες στρέφονται στην αγορά κατοικίας. Παραμένουν στη χώρα μας πέρα των πέντε ετών, με μικρές εξαιρέσεις και διαφοροποιήσεις σε συγκεκριμένες εθνικότητες.
Η είσοδος των μεταναστών εκτιμάται ότι συμβάλλει και στην «τόνωση» των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, με σημαντικό αριθμό νέων εργαζομένων οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα θα αποδίδουν εισφορές χωρίς να αξιώνουν κάποια παροχή. Η θετική επίδραση όμως εκτιμάται ότι είναι προσωρινή, έστω κι αν ο χρονικός αυτός ορίζοντας του προσωρινού καλύπτει 20 ως 25 χρόνια.
Για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στην οικονομία έχει διαπιστωθεί ότι η συμβολή των νόμιμων μεταναστών στο ΑΕΠ της χώρας κυμαίνεται από 1,9% ως 2,2%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους παράνομους μετανάστες κυμαίνεται μεταξύ 0,5% ως 0,7%.
(από το Βήμα της Κυριακής)
Είναι κατά μέσον όρο 35 ετών, δηλαδή στην πλέον παραγωγική του ηλικία, έχει τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, εργάζεται κατά κύριο λόγο στις κατασκευές, μένει σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο κυρίως στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αττική και Θεσσαλονίκη), είναι πατέρας παιδιών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, έχει εισέλθει νόμιμα στην Ελλάδα πριν από το 2005, συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της... χώρας, καταβάλλει κανονικά τις ασφαλιστικές του εισφορές στο ΙΚΑ ή στον ΟΓΑ και υποβάλλει φορολογική δήλωση. Αυτό είναι το προφίλ του οικονομικού μετανάστη, ο οποίος μετά την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου, το οποίο πήρε ήδη τον δρόμο προς τη Βουλή, θα μπορεί να διεκδικήσει την ελληνική ιθαγένεια και το δικαίωμα να ψηφίζει στις δημοτικές εκλογές, επισφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ένταξή του στην ελληνική κοινωνία.
Το κοινωνικό προφίλ των οικονομικών μεταναστών προκύπτει από έρευνα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Οικονομική Μετανάστευση, που διενεργήθηκε με αφορμή το «σχέδιο Ραγκούση», χωρίς ωστόσο να εκφέρεται σε αυτήν γνώμη για την ιθαγένεια και την ψήφο. Αν και ο υπολογισμός του ακριβούς αριθμού των μεταναστών, όπως επισημαίνεται, αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση λόγω της παράνομης μετανάστευσης και της σύγχυσης η οποία επικρατεί στους εμπλεκομένους φορείς, εκτιμάται ότι ο όγκος του αλλοδαπού πληθυσμού που διαμένει στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε ποσοστό στο 10,3% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία ο μέσος όρος των αλλοδαπών στον πληθυσμό ανέρχεται στο 5,5%.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού των μεταναστών ανήκει στις παραγωγικές ηλικίες (53,5% επί του συνόλου), ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι ηλικιωμένοι, σε αντίθεση με το αντίστοιχα δεδομένα που αφορούν τους ημεδαπούς και δείχνουν περισσότερους έλληνες ηλικιωμένους και μικρότερο ποσοστό παιδιών σε σύγκριση με τον αλλοδαπό πληθυσμό (15% για τους Ελληνες, 17% για τους αλλοδαπούς). Το 32,9% των μεταναστών εργάζονται και έχουν ενταχθεί πλήρως στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Το 29,3% έχει γνώσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το 9,2% δεν έχει καμία εκπαίδευση και το 0,6% είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μεταναστών (37,7%) είναι ανειδίκευτοι εργάτες και ειδικευμένοι τεχνίτες (35,4%).
Ο αριθμός των παιδιών των αλλοδαπών που φοιτούν σε ελληνικά σχολεία ανέρχεται σε 98.241 άτομα (6,7% στο σύνολο). Στην πλειονότητά τους όμως τα παιδιά των μεταναστών δεν συνεχίζουν τη φοίτησή τους στο λύκειο (66%) και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (85%). Οι περισσότεροι μετανάστες εγκαθίστανται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός τους επιλέγει περιοχές αναλόγως της απασχόλησής τους (τουρισμός, γεωργία, κτηνοτροφία, κτλ.). Το 31,7% απασχολείται στις κατασκευές, μεγάλο ποσοστό εργάζεται ως οικιακό προσωπικό, 12,8% στη μεταποίηση, 8,2% στον τουρισμό. Μετά το 2001 καταγράφεται μείωση κατά 73% της απασχόλησής τους σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες και αύξηση της απασχόλησής τους στο εμπόριο. Οι μετανάστες στη συντριπτική τους πλειονότητα εξασφαλίζουν οικονομικούς πόρους μέσω της μισθωτής εργασίας.
Το 90,2% του συνόλου των μεταναστών μένουν στο ενοίκιο ενώ μόλις το 5% διαθέτει ιδιόκτητες κατοικίες, αν και η εικόνα αυτή έχει αρχίσει να αλλάζει τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότεροι μετανάστες στρέφονται στην αγορά κατοικίας. Παραμένουν στη χώρα μας πέρα των πέντε ετών, με μικρές εξαιρέσεις και διαφοροποιήσεις σε συγκεκριμένες εθνικότητες.
Η είσοδος των μεταναστών εκτιμάται ότι συμβάλλει και στην «τόνωση» των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, με σημαντικό αριθμό νέων εργαζομένων οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα θα αποδίδουν εισφορές χωρίς να αξιώνουν κάποια παροχή. Η θετική επίδραση όμως εκτιμάται ότι είναι προσωρινή, έστω κι αν ο χρονικός αυτός ορίζοντας του προσωρινού καλύπτει 20 ως 25 χρόνια.
Για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στην οικονομία έχει διαπιστωθεί ότι η συμβολή των νόμιμων μεταναστών στο ΑΕΠ της χώρας κυμαίνεται από 1,9% ως 2,2%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους παράνομους μετανάστες κυμαίνεται μεταξύ 0,5% ως 0,7%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου