Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Κώστας Σημίτης: Aν αποτύχουμε, θα επιστρέψουμε στη δραχμή με υποτίμηση τουλάχιστον 30%


ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ θύελλας αντιδράσεων για τα σκληρά μέ τρα της κυβέρνησης, αλλά και της αγωνίας όλων για το αν τελικά η Ελλάδα θα τα καταφέρει, ο πρώην πρω θυπουργός με άρθρο παρέμβαση στο «ΘΕΜΑ» τονί ζει ότι η χώρα έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τα προ βλήματά της. Αρκεί, όπως τονίζει με έμφαση, να υπάρ ξει θέληση, αποφασιστικότητα και ταχύτητα αντιδρά σεων και η αντιμετώπιση των προβλημάτων να γίνε ται με γνώμονα τη βελτίωση της πορείας της χώρας και όχι το πολιτικό κόστος. Ο κ. Κώστας Σημίτης στο άρθρο του επισημαίνει ότι η έξοδος από την ΟΝΕ θα είναι καταστροφική, η υποτίμηση της δραχμής θα εί ναι άνω του 30% και η επιστροφή σε αυτήν ολέθρια, ενώ τονίζει ότι πρέπει να επιστραφούν ο 13ος και 14ος μισθός στους συνταξιούχους.Υπάρχει λύση;

Το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης στη ρίζεται σε μια συγκεκριμένη αντίλη ψη για τη λειτουργία της αγοράς. Η άποψη των οικονομολόγων του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που επε ξεργάστηκαν τη χρηματοδότηση της χώρας, είναι συνοπτικά η εξής:

Η μείωση των κρατικών δαπανών, η αύξηση των φόρων και ο δραστικός περιορισμός των ασφαλιστικών παρο χών θα μειώσουν αισθητά τα κρατικά ελλείμματα. Το κράτος θα πάψει έτσι να δανείζεται όλο και περισσότερο. Αρνητική επίπτω ση θα υπάρξει στο επίπεδο της ύφεσης και του αποπληθωρισμού. Είναι όμως αναγκαία μέσα για την εξυγίανση της οικονομίας. Υφε ση θα επέλθει διότι τα μέτρα λιτότητας θα περιορίσουν την οικο νομική δραστηριότητα. Επιχειρήσεις θα κλείσουν, η ανεργία θα πολλαπλασιαστεί και προϊόντα θα μείνουν αδιάθετα. Θα ακολου θήσει ένα ξεπούλημα εργασίας και προϊόντων. Συνέπεια θα εί ναι η μείωση του πληθωρισμού. Ο αποπληθωρισμός θα βελτιώ σει την ανταγωνιστικότητα και θα αντιστρέψει την πτωτική τάση της οικονομικής δραστηριότητας. Η οικονομία θα παρουσιάσει και πάλι θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, προσφέροντας νέες θέ σεις εργασίας στους εργαζομένους και νέες ευκαιρίες κέρδους στις επιχειρήσεις. Θα αποκατασταθεί έτσι η αναπτυξιακή δυνα μική και η δημοσιονομική ισορροπία.

Η ύφεση και η πτώση του πληθωρισμού, με πιθανό ακόμα και τον αποπληθωρισμό, ενεργούν κατά την αντίληψη αυτή με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσε άλλοτε η υποτίμηση της δραχμής. Το νόμισμα έχανε την αξία του. Ταυτόχρονα έχαναν την αξία τους η εργασία, τα προϊόντα και τα περιουσιακά μας στοιχεία. Ημα σταν συλλογικά φτωχότεροι αλλά πιο ανταγωνιστικοί χάρη στις μειωμένες απαιτήσεις των εργαζομένων και τις χαμηλότερες τι μές. Μια υποτίμηση δεν είναι σήμερα πια δυνατή.

Το νόμισμά μας, το ευρώ, είναι νόμισμα πολλών άλλων χωρών και η νομισματική πολιτική ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρι κή Τράπεζα. Σύμφωνα με την κρατούσα οικονομική αντίληψη, τα μόνα μέσα που μας απομένουν στις συνθήκες των δραματι κών δημοσιονομικών ανισορροπιών που επικρατούν είναι η αυ στηρή λιτότητα, η μεσοπρόθεσμη ύφεση και ο αποπληθωρισμός.

Η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου διάσωσης επηρε άζεται από τις ειδικές περιστάσεις που επικρατούν στην κάθε οικονομία. Στην περίπτωση της Ελλάδος υπάρχουν ιδιαιτερότητες που καθιστούν το εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο.

Εάν μια οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, η επιπρόσθετη ενίσχυση της ύφεσης μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη στασιμότητα. Η έλλειψη αναπτυξι ακών ευκαιριών, η εκτεταμένη απροθυμία επενδύσεων, ο ανα ποτελεσματικός διοικητικός μηχανισμός αποτελούν κατ’ εξοχήν επιβαρυντικά στοιχεία.

Η αμφισβήτηση από τις αγορές της ικανότητας να πληρώνου με τα χρέη μας και η άνοδος των ελληνικών επιτοκίων σε πρωτό γνωρα ύψη οφείλεται στο ότι η ελληνική οικονομία θεωρείται αντιπαραγωγική και μη ανταγωνιστική. Βρίσκεται ήδη σε στενω πό διαρκείας με μηδενική ή και αρνητική ανάπτυξη. Η έξοδος από την κατάσταση αυτή θα είναι αμφίβολη και πάντως θα διαρ κέσει καιρό.

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας εν μέ σω ύφεσης θα είναι περιορισμένη. Η Ευρωπαϊκή Κε ντρική Τράπεζα και η Γερμανία ακολουθούν σταθε ρά αντιπληθωριστική πολιτική. Ο πληθωρισμός των εμπορικών μας εταίρων μάλλον δεν πρόκειται να είναι σημαντικά υψηλότερος του δικού μας ώστε να αποκτήσουμε ένα ανταγωνιστικό πλε ονέκτημα και να ανακάμψει η οικονομία. Για την Ελλάδα διαγρά φεται η πιθανότητα ο δικός μας πληθωρισμός να είναι ανώτερος εκείνου της Ευρωζώνης λόγω της αύξησης των εμμέσων φόρων όπως ο ΦΠΑ. Η βέβαιη αύξηση του βασικού ευρωπαϊκού επιτο κίου τα επόμενα χρόνια θα συμβάλει επίσης σε ένα αυξημένο επίπεδο πληθωρισμού στην Ελλάδα. Χρειαζόμαστε μια ενισχυ μένη στρατηγική ανταγωνιστικότητας για να ξεπεραστούν οι αντίρροπες δυνάμεις.

Η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Στο διάστημα αυτό η Ελλάδα θα πρέπει να ανακτήσει τη δυνατότη τα να εξασφαλίζει δάνεια από την αγορά με λογικά επιτόκια. Προϋ πόθεση είναι να κερδίσει πάλι την εμπιστοσύνη των αγο ρών, να πιστέψουν οι δανειστές ότι δεν πρόκειται να χάσουν τα χρήματά τους. Αν το πετύχει, θα έχει ευχέρεια κινήσεων. Θα μπο ρεί να συζητήσει πειστικά με την Ευρωπαϊκή Ενωση για μια πα ράταση της προσαρμογής της στους κανόνες του Συμφώνου Στα θερότητας κατά έναν τουλάχιστον χρόνο. Θα μπορέσει να δανει στεί εναλλάσσοντας βραχυχρόνιο με μακροχρόνιο δανεισμό, ώστε να ρυθμίσει την εξόφληση των χρεών της κατά τρόπο που τη διευ κολύνει. Η ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας είναι μια διαδικασία παράλληλη προς τη συνεπή εφαρμογή του Προγράμμα τος. Αν η διεθνής κοινότητα διαπιστώσει ότι καταβάλλουμε την αναγκαία προσπάθεια να πετύχουμε τους προσδιορισμένους στό χους, θα αλλάξει βαθμιαία τη στάση απέναντί μας. Αν αντίθετα οι προβλεπόμενοι τριμηνιαίοι έλεγχοι αποδείξουν ότι υστερούμε σε αποφασιστικότητα, υπεκφεύγουμε ή συγκαλύπτουμε στοι χεία, η χρηματοοικονομική βοήθεια θα σταματήσει ταχύτατα. Οι συνέπειες θα είναι τραγικές. Θα διατρέχουμε τον κίνδυνο να απο κλειστούμε από την Ευρωζώνη.

Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα συνοδεύεται από την καθιέρωση της δραχμής ως νέου νομίσματος και την ταυτόχρονη αρχική επίσημη υποτίμησή της κα τά 30% περίπου έναντι του ευρώ. Η πραγματική υποτίμηση πι θανόν να είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού η αγορά θα πιέσει την αξία της δραχμής σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Η αποχώρηση από την ΟΝΕ θα προκαλούσε καταστροφικούς κραδασμούς: μα ζική έξοδο κεφαλαίων, απόσυρση των καταθέσεων από νοικο κυριά και επιχειρήσεις, με πιθανή συνέπεια την κατάρρευση της χρηματοδότησης της οικονομίας. Η οικονομία θα βρισκόταν πο λύ γρήγορα σε πορεία συνεχώς επιτεινόμενης ύφεσης. Η κοινω νία θα διολίσθαινε σε χωρίς τέλος εξαθλίωση. Η αύξηση του χρέ ους κατά το ύψος της υποτίμησης θα επέβαλε μακροχρόνια λιτό τητα. Πιθανότατα έπειτα από ένα σύντομο διάστημα θα παρου σιαζόταν έντονος πληθωρισμός, ο οποίος θα εξάλειφε τα όποια προσωρινά οφέλη της υποτίμησης, επιβάλλοντας συνεχείς νέες υποτιμήσεις.

Η έξοδος από την ΟΝΕ θα έπληττε καίρια την αξιοπιστία μας, τις εξωτερικές οικονομικές μας σχέσεις, τις λίγες αλλά υπαρκτές χρηματοδοτικές ροές προς το εσωτερικό μας. Θα καθι στούσε τη συνεργασία μας στην Ενωση εξαιρετικά δύσκολη και θα μας απομόνωνε διεθνώς. Είναι, τέλος, μάλλον βέβαιο ότι δεν θα εξασφάλιζε την αποπληρωμή του χρέους. Υπάρχουν βέ βαια μερικοί που θεωρούν την έξοδο από την Ευρωζώνη και από την Ενωση ως την ενδεδειγμένη λύση. Θα επέτρεπε, ισχυ ρίζονται, χάρη σε νέο δανεισμό, ανάπτυξη της χώρας στηριγ μένη σε μια «εθνική βιομηχανική πολιτική», σε «ανταγωνιστικό τουρισμό» και σε «απελευθέρωση της γεωργίας από τα δε σμά της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής». Πρόκειται για φαντασι ώσεις. Η Ελλάδα υπό αυτές τις νέες συνθήκες δεν θα μπορού σε να δανειστεί ούτε δεκάρα. Η συνεργασία με τους κύριους εμπορικούς μας εταίρους θα σταματούσε αμέσως. Θα βρισκό μαστε για απροσδιόριστο χρόνο στο περιθώριο.Η αποχώρηση από την ΟΝΕ δεν αποτελεί επιλογή. Είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε μέλη της και να εργαστούμε για την προσαρμογή μας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, εφαρμόζοντας το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης.

Η εφαρμογή του Σταθεροποιητικού Προγράμματος προϋπο θέτει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό υλοποίησης. Οι διοικητικοί μηχανισμοί όμως πάσχουν σοβαρά στην Ελλάδα. Η έκταση της φοροδιαφυγής είναι ένα παράδειγμα της αδυναμίας της διοίκησης. Το φαινόμενο επεκτάθηκε τα τελευταία χρόνια παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις για την καταπολέμησή του. Χρειά ζεται λοιπόν μια συστηματική και συνεχής προσπάθεια για να επιτευχθούν οι στόχοι του Προγράμματος. Δισταγμοί και καθυ στερήσεις δεν δικαιολογούνται. Αναβολές για να μειωθεί το πο λιτικό κόστος ή ρυθμίσεις, που στην πραγματικότητα διατηρούν το υφιστάμενο καθεστώς, είναι ανεπίτρεπτες.

Οι όποιες καλόπιστες προσπάθειες να ελεγχθεί το πρόβλημα με πολιτικά μέσα είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Για να βελ τιωθεί η κατάσταση χρειάζονται πόροι. Πρέπει να πετύχουμε πε ρίσσευμα που θα μειώσει το έλλειμμα. Αποφασιστικότητα χρει άζεται και για τις διαρθρωτικές μεταβολές. Εχουν εξαγγελθεί πολ λές φορές στο παρελθόν, αλλά είτε δεν πραγματοποιήθηκαν εί τε έγιναν ελάχιστα από τα αναγκαία βήματα λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους και πολύ περισσότερο λόγω της αδυναμίας των υπηρεσιών να επεξεργαστούν λύσεις.

Η ύφεση που θα φέρει το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης χρειάζεται αντίδοτο, αναπτυξιακές δραστηριότητες. Οι δυνατότητες είναι περιορισμένες λόγω της έλλει ψης πόρων. Υπάρχοντες πόροι, όπως εκείνοι των κοινοτικών προ γραμμάτων, πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο. Οι δυσκολίες προκύπτουν συνήθως από την ανεπάρκεια των διοικητικών μη χανισμών. Αρχές Μαΐου οι κοινοτικοί εκπρόσωποι που έλεγξαν την πορεία του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Ανάπτυξης (ΕΣ ΠΑ), σύμφωνα με τις εφημερίδες, προειδοποίησαν «όχι μόνο για τον κίνδυνο να χαθούν πόροι, αλλά κυρίως για τον κίνδυνο να χα θεί η τελευταία ευκαιρία για τη χώρα μας να βελτιώσει τις υποδο μές και να βοηθήσει την οικονομία σε μια περίοδο ύφεσης».

Το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης είναι σε μεγάλο βαθμό δημι ούργημα των εκπροσώπων των δανειστών μας. Ενδιαφέρεται γι’ αυτό σχεδόν αποκλειστικά για πολιτικές και μέτρα που θα κατο χυρώσουν την αποπληρωμή των δανείων και τη συμμόρφωσή μας με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά για να λειτουργή σει το Πρόγραμμα δημιουργικά, χρειάζεται η ένταξή του σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανόρθωσης, σε μια στρατηγική, σε ένα πλαίσιο που καθορίζει τις επιδιώξεις της χώρας για έξοδο από την κρίση αλλά και για μετά την κρίση. Στόχος δεν μπορεί να είναι να επα νέλθουμε στην υστέρηση, στο πριν, να επιστρέψουμε σε μια κα τάσταση όπου θεωρούσαμε τον δανεισμό ως λύση των προβλη μάτων μας. Για να πετύχει η τιτάνια προσπάθεια που απαιτείται, χρειάζεται η αίσθηση μιας τομής με ένα παρελθόν πελατειακής πολιτικής, επικοινωνιακών τεχνασμάτων και εκμετάλλευσης της εξουσίας με στόχο τη διαιώνισή της.

Χρειάζεται όχι μόνο να εξηγηθεί τι προτίθεται να επιδιώξει η κυβέρνηση με τις πολιτικές της, αλλά και να γίνουν συγκεκριμένα αποτελεσματικά βήματα. Οι πολίτες για να συνεργαστούν, για να συμμορφωθούν με ένα πρόγραμμα που δυσκολεύει την καθημε ρινή τους ζωή και ματαιώνει πολλές από τις επιδιώξεις τους, θέ λουν να αντιληφθούν ότι πράγματι αρχίζει μια περίοδος ανάπτυ ξης, αναδιανομής του πλούτου και μελλοντικής βελτίωσης του επιπέδου ζωής τους. Το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης είναι κοινωνικά άδικο. Επιβαρύνει κυρίως τους συνταξιούχους και τους μισθω τούς, ενώ θα έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον περιο ρισμό των μη μισθολογικών δαπανών. Υπάρχουν ακόμη δαπάνες που μπορούν να περιοριστούν αισθητά με ειδική έρευνα σε κά θε υπουργείο εντός του 2010. Το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης χρειάζεται αλλαγή. Η 13η και 14η σύνταξη θα πρέ πει για παράδειγμα να καταβληθούν και πάλι. Αλλά εκτεταμένες αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν τώ ρα που δεν έχουμε αξιοπιστία. Οποιαδήποτε σχε τική προσπάθεια θα φανεί ως υπαναχώρηση. Δυ νατή θα είναι μόλις αποδείξουμε ότι η εφαρμογή του Προγράμματος μάς απασχολεί σοβαρά και απο τελεί την προτεραιότητά μας. Οταν γίνουμε πάλι πιστευτοί στις προτάσεις και στις δράσεις μας.

Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να προ σελκύσει επενδύσεις. Δεν τις διευκο λύνει όμως. Αυτό οφείλεται στις εξαι ρετικά χρονοβόρες και πολύπλοκες διαδικασίες, τις αντικρουόμενες αποφάσεις των οργάνων της Πολι τείας και την αδιαφορία ή και την εχθρότητα των τοπικών κοινωνιών. Οι νέες μορφές ενέργειας ή ο τουρισμός προσφέρονται για τη δημιουργία αντα γωνιστικών επιχειρήσεων. Αλλά λείπει ο μηχανισμός στήριξής τους. Στη Μεσσηνία χρειάστηκαν πάνω από δώδεκα χρόνια προσπάθειας για να γίνει ένα τουριστικό συγκρότημα υψηλού διεθνούς επιπέ δου. Είναι ένα αποτρεπτικό για επενδυτές παρά δειγμα. Μπορούμε να τα καταφέρουμε; Πολλοί ξέ νοι οικονομολόγοι, καθηγητές ή σχολιαστές, πιστεύ ουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ορισμέ νοι επισημαίνουν ότι οι ανάγκες δανεισμού θα φτά σουν συνολικά μέχρι το 2014 σε ποσά πολύ μεγα λύτερα από τα 110 δισ. που μας διατέθηκαν. Η Ελ λάδα, κατά την άποψή τους, δεν θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει από την αγορά τα αναγκαία χρήμα τα παρά τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΔΝΤ. Αλλοι τονίζουν ότι υπάρχουν δυνατότητες επίλυσης του προβλήματος μέσω μιας επιπρόσθετης χρηματοδότησης από την Ενωση ή μιας νέας πιο σκληρής περικοπής των μισθών. Δεν πι στεύουν όμως ότι οι πολιτικές συνθήκες θα επιτρέψουν τέτοιες πρωτοβουλίες.

Η άποψη για τη θετική έκβαση της ελληνικής κρίσης στηρί ζεται στην υπόθεση ότι η Ενωση δεν θα επιτρέψει την πτώχευ ση μιας χώρας μέλους της και θα παρέμβει πάλι εφόσον αυτό χρειαστεί. Το Συμβούλιο Κορυφής της ζώνης του ευρώ στις 7 Μαΐου επικύρωσε τη συμφωνία στήριξης στην Ελλάδα. Εξέφρα σε τη θέληση των μελών της να δράσουν αποφασιστικά για να στηρίξουν το ευρώ και να αποφύγουν την οποιαδήποτε αρνητι κή εξέλιξη της κρίσης για τις χώρες της ΟΝΕ. Η δημιουργία του νέου μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων με κεφάλαια ύψους 720 δισ. ευρώ περίπου είναι έκφραση της νέας αυτής πολιτικής. Η εξέλιξη αυτή ισχυροποίησε τη θέση της Ελλάδας. Δεν θα πρέ πει όμως να υποτιμήσουμε τη θέληση της Ενωσης να βάλει τά ξη στη διαχείριση των οικονομιών των μελών της. Θα τιμωρήσει όποια χώρα παραβεί τις υποχρεώσεις της προκειμένου να πα ραδειγματίσει άλλες χώρες. Η Ελλάδα δεν θα πρέπει να αποτε λέσει το αρνητικό παράδειγμα που θα επιλέξει. Πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τα προβλήματά της. Αρ κεί να υπάρξει θέληση, αποφασιστικότητα και ταχύτητα αντι δράσεων από τους υπεύθυνους για τις οικονομικές εξελίξεις. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων να έχει ως επιδίωξη τη βελτίω ση της πορείας της χώρας και όχι την αποφυγή του πολιτικού κό στους ή την επικοινωνιακή απήχηση. Εχουμε επιτύχει να ξεπε ράσουμε τις δυσκολίες και σε άλλες κρίσιμες εποχές. Η ένταξη στην ΟΝΕ αποτελεί ένα παράδειγμα.

Στις 19 Ιουνίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ και οκτώμισι από την εισαγωγή του ευρώ στη φυσική του μορφή. Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεπε την αισιοδοξία για την κατάληξη των ελληνικών προσπαθειών ένταξης στην Ευρωζώνη. Επειτα και από τις επιλο γές της τριετίας 1990 1993, η Ελλάδα ήταν αποδυναμωμένη οικο νομικά και πολιτικά. Το δημόσιο χρέος από 65,7% του ΑΕΠ το 1989 είχε φτάσει 100,5% του ΑΕΠ το ’93. Οι εξαγγελίες για ένταξη στο κοινό νόμισμα δεν αντιμετωπίζονταν απλώς με σκεπτικισμό από τους εταίρους μας, αλλά με ευθεία αμφισβήτηση. Το δημόσιο χρέ ος είχε ξεφύγει από τον έλεγχο, τα ελλείμματα έμοιαζαν να μην μπορούν να περιοριστούν, ο πληθωρισμός κάλπαζε σε επίπεδα πάνω από το 10%, οι πραγματικοί μισθοί και οι συντάξεις συρρι κνώνονταν κάθε χρόνο, η ανεργία αυξανόταν, δεν δημιουργού νταν έργα υποδομής, η ανάπτυξη ήταν μηδενική. Ολες οι εκτιμή σεις συνέκλιναν στη διαπίστωση πως η Ελλάδα δεν θα γινόταν πο τέ μέλος της ΟΝΕ, ενώ ακούγονταν φωνές ακόμα και για έξωση της Ελλάδος από την Ε.Ε. Οποιοι παραλληλισμοί με τη σημερινή κατάσταση δεν είναι άδικοι ούτε τυχαίοι. Ταυτόχρονα, στο εσω τερικό έπρεπε να καταπολεμηθούν νοοτροπίες, δισταγμοί, αμφι βολίες και αντιδράσεις, πολλές φορές ιδιαίτερα έντονες, που προ καλούνται όταν θίγονται κατεστημένα συμφέροντα. Ο στόχος δεν ήταν απλώς να επιτύχουμε τη στείρα επίτευξη των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αλλά και να κινητοποιήσουμε τις πα ραγωγικές δυνάμεις της χώρας, να εξασφαλίσουμε ένα σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον με ευ ρύτερο κλίμα εμπιστοσύνης στην κοινωνία, στις επιχειρήσεις. Να ενισχύσουμε έτσι τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα και τη σύ γκλιση του βιοτικού επιπέδου με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής μας από το 1996 μέχρι την ένταξη το 2000 μιλούν από μόνα τους. Ο πλη θωρισμός τιθασεύτηκε. Τα φορολογικά έσο δα αυξήθηκαν σημαντικά. Υλοποιήθηκε μια μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση και, μά λιστα, χωρίς να υπονομευτεί η αναπτυξια κή προοπτική της χώρας. Τέθηκε σε εφαρ μογή και υλοποιήθηκε ένα πρωτόγνωρο πρόγραμμα ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των υποδομών σε όλους τους τομείς των πο λιτικών μας. Η Ελλάδα είχε επί σειρά ετών έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανά πτυξης στην Ε.Ε. Η ανεργία βρέθηκε σε στα θερά πτωτική πορεία, τα πραγματικά εισο δήματα εργαζομένων και συνταξιούχων αυ ξήθηκαν, τα επιτόκια μειώθηκαν, οι επεν δύσεις ενισχύθηκαν σημαντικά. Συγχρόνως, κάναμε τολμηρά βήματα για την ενίσχυση της αξιοκρατίας και της διαφάνειας στον δη μόσιο τομέα. Δημιουργήσαμε νέους ελε γκτικούς μηχανισμούς, σειρά Ανεξάρτητων Αρχών και ενισχύσαμε το ΑΣΕΠ. Πρωτοβου λίες όπως ο «Καποδίστριας», τα ΚΕΠ και η Βοήθεια στο Σπίτι άλλαξαν το πρόσωπο της Δημόσιας Διοίκησης, αυξάνοντας τους διαθέσιμους πόρους και τις υπηρεσίες προς τον πολίτη. Ολα αυτά έγιναν αντιμετωπίζο ντας με αποφασιστικότητα αντιδράσεις και σε συνεχή σύγκρου ση με εδραιωμένες αντιλήψεις και συμφέροντα. Ο στόχος επε τεύχθη. Η Ελλάδα έγινε μέλος της ΟΝΕ χάρη στην προσπάθειά της. Κανείς δεν της χαρίστηκε. Η επιτυχία δεν ήρθε ούτε εύκο λα ούτε χάρη στον αυτόματο πιλότο. Το 2004 η νέα τότε κυβέρ νηση της Νέας Δημοκρατίας, υπακούοντας στη λογική της αντι παλότητας που διαπνέει το κομματικό σύστημα, αμφισβήτησε αυτή την επιτυχία. Χρησιμοποίησε το τέχνασμα της μεταφοράς μελλοντικών δαπανών, ιδιαιτέρως των αμυντικών, στο παρελθόν, για να τεκμηριώσει τον ψευδή ισχυρισμό της ότι η Ελλάδα δεν είχε επιτύχει το επιβεβλημένο όριο του ελλείμματος. Το αποτέ λεσμα ήταν η σύγχυση στο ευρωπαϊκό επίπεδο και, όταν επήλ θε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός τη διετία 2007 2009, η κα ταρράκωση της αξιοπιστίας της χώρας. Καιρός είναι πια να δού με την πραγματικότητα γύρω μας με ειλικρίνεια, να μη φαντασιω νόμαστε λύσεις που δεν υπάρχουν και να δεχτούμε ότι η έξοδος από τη κρίση εξαρτάται κατά κύριο λόγο από εμάς τους ίδιους, από τη θέληση, τη συνέπεια και την επιμονή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: