Ρεπορτάζ : Ειρήνη Δ. Καρανασοπούλου (από ΤΑ ΝΕΑ)
Κόλαφο για τα ελληνικά ΑΕΙ αποτελεί μελέτη της Κομισιόν που δόθηκε στη δημοσιότητα σχετικά με την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η Ελλάδα είναι τελευταία στον δείκτη αξιολόγησης των πανεπιστημίων της Ένωσης, κάτι που σύμφωνα με τις Βρυξέλλες οφείλεται πρωτίστως στην ποιότητα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης... στον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούνται τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην πολιτική που ακολουθείται για το προσωπικό και στον τρόπο αξιολόγησής τους.
Η μελέτη που, σημειωτέον, πραγματοποιήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καταλήγει και σε συγκεκριμένες συστάσεις για τη βελτίωση των επιδόσεων των ΑΕΙ, ώστε η τριτοβάθμια παιδεία να συμβάλλει περισσότερο στην αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και στην εύρεση εργασίας για τους αποφοίτους. Όπως σημειώνει, «η αύξηση των δαπανών, εφόσον προκύπτει, πρέπει να διευθετείται με προσοχή και να συμβαδίζει με θεσμικές μεταρρυθμίσεις».
Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στα εξής σημεία:
● Στην προώθηση της λογοδοσίας των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με προσεκτική και δίκαιη αξιολόγηση, διασφαλισμένη από ανεξάρτητα σώματα.
● Στην αύξηση του ανταγωνισμού, αναπτύσσοντας την αυτονομία των ιδρυμάτων σε ό,τι αφορά την πολιτική προσωπικού, κυρίως στη δυνατότητά τους να προσλαμβάνουν και να απολύουν και να ρυθμίζουν τους μισθούς.
● Στον σχεδιασμό οικονομικών συστημάτων που συνδέουν τη χρηματοδότηση με την απόδοση των ιδρυμάτων με όρους αποτελέσματος αντί να βασίζονται σε όρους εισαγωγής ή παράδοσης.
Τα αποτελέσματα
Τα στοιχεία που παρουσιάζει η μελέτη όσον αφορά την Ελλάδα είναι απογοητευτικά. Μολονότι η χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα μπορούσε να κριθεί ανεπαρκής- κυμαίνεται στο 1,4% του ΑΕΠ- και υπάρχουν αρκετοί πανεπιστημιακοί (αναλογούν 2 σε κάθε χίλιους κατοίκους), τα αποτελέσματα είναι πενιχρά: σε κάθε πανεπιστημιακό αναλογούν πάνω από 30 φοιτητές- ο δεύτερος υψηλότερος αριθμός στην Ένωση. Οι απόφοιτοι ανά πανεπιστημιακό είναι κατά τι λιγότερο από 3- σε κάθε χίλιους κατοίκους αναλογούν λιγότερο από 6 πτυχιούχοι.
Επίσης, η Ελλάδα είναι τελευταία στον δείκτη αποφοίτησης, γεγονός που κατά τη μελέτη μπορεί να οφείλεται στη χαμηλή συμμετοχή στα μαθήματα, στη μακροχρόνια παραμονή στο πανεπιστήμιο ή και στην εγκατάλειψή του μετά την εισαγωγή.
Εξίσου χαμηλές είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας και στο μεταπανεπιστημιακό επίπεδο. Οι δημοσιεύσεις είναι λίγες αναλογικά με τον αριθμό του πανεπιστημιακού προσωπικού και η αναπαραγωγή τους εξαιρετικά χαμηλή. Στον δείκτη για την πολιτική που ακολουθείται όσον αφορά το προσωπικό των ΑΕΙ, η Ελλάδα βαθμολογείται τρίτη από το τέλος στην Ένωση και είναι τελευταία στον συνολικό δείκτη αξιολόγησης!
Κόλαφο για τα ελληνικά ΑΕΙ αποτελεί μελέτη της Κομισιόν που δόθηκε στη δημοσιότητα σχετικά με την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η Ελλάδα είναι τελευταία στον δείκτη αξιολόγησης των πανεπιστημίων της Ένωσης, κάτι που σύμφωνα με τις Βρυξέλλες οφείλεται πρωτίστως στην ποιότητα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης... στον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούνται τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην πολιτική που ακολουθείται για το προσωπικό και στον τρόπο αξιολόγησής τους.
Η μελέτη που, σημειωτέον, πραγματοποιήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καταλήγει και σε συγκεκριμένες συστάσεις για τη βελτίωση των επιδόσεων των ΑΕΙ, ώστε η τριτοβάθμια παιδεία να συμβάλλει περισσότερο στην αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και στην εύρεση εργασίας για τους αποφοίτους. Όπως σημειώνει, «η αύξηση των δαπανών, εφόσον προκύπτει, πρέπει να διευθετείται με προσοχή και να συμβαδίζει με θεσμικές μεταρρυθμίσεις».
Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στα εξής σημεία:
● Στην προώθηση της λογοδοσίας των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με προσεκτική και δίκαιη αξιολόγηση, διασφαλισμένη από ανεξάρτητα σώματα.
● Στην αύξηση του ανταγωνισμού, αναπτύσσοντας την αυτονομία των ιδρυμάτων σε ό,τι αφορά την πολιτική προσωπικού, κυρίως στη δυνατότητά τους να προσλαμβάνουν και να απολύουν και να ρυθμίζουν τους μισθούς.
● Στον σχεδιασμό οικονομικών συστημάτων που συνδέουν τη χρηματοδότηση με την απόδοση των ιδρυμάτων με όρους αποτελέσματος αντί να βασίζονται σε όρους εισαγωγής ή παράδοσης.
Τα αποτελέσματα
Τα στοιχεία που παρουσιάζει η μελέτη όσον αφορά την Ελλάδα είναι απογοητευτικά. Μολονότι η χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα μπορούσε να κριθεί ανεπαρκής- κυμαίνεται στο 1,4% του ΑΕΠ- και υπάρχουν αρκετοί πανεπιστημιακοί (αναλογούν 2 σε κάθε χίλιους κατοίκους), τα αποτελέσματα είναι πενιχρά: σε κάθε πανεπιστημιακό αναλογούν πάνω από 30 φοιτητές- ο δεύτερος υψηλότερος αριθμός στην Ένωση. Οι απόφοιτοι ανά πανεπιστημιακό είναι κατά τι λιγότερο από 3- σε κάθε χίλιους κατοίκους αναλογούν λιγότερο από 6 πτυχιούχοι.
Επίσης, η Ελλάδα είναι τελευταία στον δείκτη αποφοίτησης, γεγονός που κατά τη μελέτη μπορεί να οφείλεται στη χαμηλή συμμετοχή στα μαθήματα, στη μακροχρόνια παραμονή στο πανεπιστήμιο ή και στην εγκατάλειψή του μετά την εισαγωγή.
Εξίσου χαμηλές είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας και στο μεταπανεπιστημιακό επίπεδο. Οι δημοσιεύσεις είναι λίγες αναλογικά με τον αριθμό του πανεπιστημιακού προσωπικού και η αναπαραγωγή τους εξαιρετικά χαμηλή. Στον δείκτη για την πολιτική που ακολουθείται όσον αφορά το προσωπικό των ΑΕΙ, η Ελλάδα βαθμολογείται τρίτη από το τέλος στην Ένωση και είναι τελευταία στον συνολικό δείκτη αξιολόγησης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου