Ρεπορτάζ : Αλέξανδρος Αυλωνίτης
Κατέρρευσε χθες ως αντισυνταγματικό το μέτρο της έκτακτης εισφοράς που επέβαλε η απελθούσα κυβέρνηση της ΝΔ αναδρομικά στα εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2007. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε χθες τις διατάξεις του ν. 3758/09 (για την έκτακτη εισφορά) αντίθετες στο άρθρο 78 του Συντάγματος, που απαγορεύει την αναδρομική φορολόγηση σε εισοδήματα που ξεπερνούν το προηγούμενο
έτος! Ετσι ανοίγει ο δρόμος για τη δικαστική επιστροφή έντοκα των αχρεωστήτως καταβληθέντων, ενώ αναμένεται μπαράζ σχετικών αγωγών από όσους έχουν ήδη πληρώσει, με το Δημόσιο να απειλείται να υποχρεωθεί να επιστρέψει πολύ περισσότερα από όσα εισέπραξε (λόγω της έντοκης επιστροφής). Ταυτόχρονα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο διέταξε να επιστραφεί άμεσα το ποσό των 10.000 ευρώ που είχε καταβάλει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο προσφεύγων φορολογούμενος και επιπλέον να του δοθούν και οι νόμιμοι τόκοι για τους μήνες που μεσολάβησαν από την πληρωμή.
Το ποσό θα επιστραφεί «ως αχρεωστήτως καταβληθέν», λόγω της αντισυνταγματικότητας και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το Δημόσιο θα ασκήσει προφανώς έφεση για να συνεχιστεί η δίκη-πιλότος στο Διοικητικό Εφετείο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με την προοπτική να υπάρξουν ταχύτατες δικαστικές διαδικασίες, ώστε μέσα στο 2010 να έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που θα αποτελέσει «μπούσουλα» και για όλες τις εκκρεμείς δίκες.
Η δικαστική απόφαση (18440/09) αποτελεί ουσιαστικά το... «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», αφού από την πρώτη ημέρα της επιβολής της από την προηγούμενη κυβέρνηση είχε επισημανθεί ότι είναι αντισυνταγματική η αναδρομική επιβολή έκτακτης εισφοράς.
Οι εύλογες αντιρρήσεις απέναντι στο έκτακτο μέτρο στηρίζονταν στην πάγια νομοθεσία της Ολομέλειας του ΣτΕ, όπως διαμορφώθηκε από το 1980 μέχρι την πρόσφατη απόφαση 1912/09, όπου και πάλι απέκρουσε την αναδρομική φορολόγηση ως αντισυνταγματική.
Η δικαστική εξέλιξη προκαλεί προφανώς μεγάλο πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς έχουν πλέον εισπραχθεί όλες οι δόσεις της έκτακτης εισφοράς, που επιβλήθηκε στη λογική να ενισχυθούν τα κρατικά ταμεία εν όψει της οικονομικής κρίσης.
Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι λογικά παρόμοια θα είναι η κρίση και των επόμενων δικαστηρίων (Δ. Εφετείου και ΣτΕ) εν όψει της πάγιας νομολογίας, οπότε θα αναγκαστεί να επιστρέψει κάποια στιγμή (πιθανότατα προς τα τέλη του νέου έτους) όλα τα εισπραχθέντα ποσά από τις έκτακτες εισφορές (ύψους αρκετών εκατ. ευρώ), επιβαρημένα με «τσουχτερό» επιτόκιο ύψους 6 έως 7,5% (που είναι το επιτόκιο που ισχύει για το Δημόσιο ή το εξωτραπεζικό - δικαιοπρακτικό, που συνήθως δέχονται τα διοικητικά δικαστήρια).
Ετσι η πιο πιθανή προοπτική είναι να υποχρεωθεί το Δημόσιο να επιστρέψει πολύ περισσότερα από όσα εισέπραξε, αφού ο τόκος είναι υπερδιπλάσιος του πληθωρισμού.
Παράλληλα, όσοι πλήρωσαν μπορούν και τώρα να προσφύγουν δικαστικά, ιδίως αν είχαν επιφυλαχθεί για τη νομιμότητα της πληρωμής.
Το Δημόσιο, εξάλλου, δεν θα μπορεί να περιορίσει τις επιστροφές χρημάτων μόνο σε όσους υπέβαλαν αγωγές (με τον γνωστό ισχυρισμό που πάγια επικαλούνται οι εκάστοτε κυβερνήσεις, ότι οι δικαστικές αποφάσεις αφορούν μόνο όσους προσέφυγαν στα δικαστήρια), αλλά θα υποχρεωθεί να επιστρέψει το σύνολο των χρημάτων σε όλους τους φορολογούμενους με σχετική νομοθετική ρύθμιση (όπως είχε γίνει π.χ. με το οικογενειακό επίδομα και τον ΛΑΦΚΑ).
Αλλωστε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεσμεύτηκε στις προγραμματικές δηλώσεις της, ότι σε περίπτωση που κρίνονται νομοθετήματα αντισυνταγματικά, θα ακολουθούν νομοθετικές ρυθμίσεις για την αποκατάσταση της νομιμότητας σε όλα τα επίπεδα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η νομολογία του ΣτΕ έχει δεχθεί ότι, μετά τη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας ενός νομοθετήματος, οι πολίτες μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο Δημόσιο αξιώνοντας να έχουν για λόγους ισότητας παρόμοια μεταχείριση. Και αν το αίτημά τους δεν γίνει δεκτό, τότε υπάρχει «παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας», οπότε ο πολίτης δικαιώνεται δικαστικά.
Το Σύνταγμα
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο (πρόεδρος η πρωτοδίκης Αγλαϊα Δημητροπούλου) απέκρουσε τους ισχυρισμούς που υπέβαλε το Δημόσιο λίγες μέρες μετά τη δίκη (ο εκπρόσωπος του Δημοσίου δεν είχε εμφανιστεί στο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, γεγονός που δημιούργησε ερωτηματικά και πυροδότησε εντάσεις) σύμφωνα με τους οποίους το μέτρο είναι συνταγματικό, γιατί δεν αποτελεί φόρο, αλλά έκτακτη οικονομική επιβάρυνση που υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης.
Ομως το Δικαστήριο τονίζει ότι το Σύνταγμα (άρθρο 78, παρ. 2) θεσπίζει γενική απαγόρευση αναδρομικής επιβολής, πέραν του προηγούμενου έτους, για οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο δυσμενέστερο των ήδη ισχυόντων.
Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
Ερωτηματικά για το ΣτΕ
Ερωτηματικά δημιουργήθηκαν χθες αν μία τέτοια υπόθεση μπορεί να φθάσει μέχρι το ΣτΕ ή το Διοικητικό Εφετείο, αφού πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση (του Ν. Δένδια) έθεσε ως χρηματικό «πλαφόν» για το ΣτΕ να υπάρχει οικονομικό αντικείμενο άνω των 40.000 ευρώ ή 20.000 για το Διοικητικό Εφετείο (στη συγκεκριμένη υπόθεση η εισφορά ήταν 10.000 ευρώ για εισοδήματα ύψους περίπου 378.000 ευρώ).
Ωστόσο, το Δημόσιο (ή ο φορολογούμενος) μπορεί να πετύχει τη συνέχιση μιας δίκης στο ΣτΕ, εάν αποδείξει ότι υφίσταται σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις (άρα δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του), όπως μπορεί να συμβεί όταν εκκρεμούν χιλιάδες δίκες που μπορεί να επιβαρύνουν σημαντικά τα οικονομικά του κράτους.
Στο δικαστήριο είχαν ασκήσει παρέμβαση υπέρ του φορολογούμενου το σωματείο «Ο Συνήγορος του Φορολογούμενου» και η «Πανελλήνια Ενωση Φοροτεχνών Επιστημόνων». Υπολογίζεται ότι περίπου 130.000 φορολογούμενοι κατέβαλαν ποσά 1.000 έως 25.000 ευρώ ο καθένας.
έτος! Ετσι ανοίγει ο δρόμος για τη δικαστική επιστροφή έντοκα των αχρεωστήτως καταβληθέντων, ενώ αναμένεται μπαράζ σχετικών αγωγών από όσους έχουν ήδη πληρώσει, με το Δημόσιο να απειλείται να υποχρεωθεί να επιστρέψει πολύ περισσότερα από όσα εισέπραξε (λόγω της έντοκης επιστροφής). Ταυτόχρονα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο διέταξε να επιστραφεί άμεσα το ποσό των 10.000 ευρώ που είχε καταβάλει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο προσφεύγων φορολογούμενος και επιπλέον να του δοθούν και οι νόμιμοι τόκοι για τους μήνες που μεσολάβησαν από την πληρωμή.
Το ποσό θα επιστραφεί «ως αχρεωστήτως καταβληθέν», λόγω της αντισυνταγματικότητας και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το Δημόσιο θα ασκήσει προφανώς έφεση για να συνεχιστεί η δίκη-πιλότος στο Διοικητικό Εφετείο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με την προοπτική να υπάρξουν ταχύτατες δικαστικές διαδικασίες, ώστε μέσα στο 2010 να έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που θα αποτελέσει «μπούσουλα» και για όλες τις εκκρεμείς δίκες.
Η δικαστική απόφαση (18440/09) αποτελεί ουσιαστικά το... «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», αφού από την πρώτη ημέρα της επιβολής της από την προηγούμενη κυβέρνηση είχε επισημανθεί ότι είναι αντισυνταγματική η αναδρομική επιβολή έκτακτης εισφοράς.
Οι εύλογες αντιρρήσεις απέναντι στο έκτακτο μέτρο στηρίζονταν στην πάγια νομοθεσία της Ολομέλειας του ΣτΕ, όπως διαμορφώθηκε από το 1980 μέχρι την πρόσφατη απόφαση 1912/09, όπου και πάλι απέκρουσε την αναδρομική φορολόγηση ως αντισυνταγματική.
Η δικαστική εξέλιξη προκαλεί προφανώς μεγάλο πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς έχουν πλέον εισπραχθεί όλες οι δόσεις της έκτακτης εισφοράς, που επιβλήθηκε στη λογική να ενισχυθούν τα κρατικά ταμεία εν όψει της οικονομικής κρίσης.
Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι λογικά παρόμοια θα είναι η κρίση και των επόμενων δικαστηρίων (Δ. Εφετείου και ΣτΕ) εν όψει της πάγιας νομολογίας, οπότε θα αναγκαστεί να επιστρέψει κάποια στιγμή (πιθανότατα προς τα τέλη του νέου έτους) όλα τα εισπραχθέντα ποσά από τις έκτακτες εισφορές (ύψους αρκετών εκατ. ευρώ), επιβαρημένα με «τσουχτερό» επιτόκιο ύψους 6 έως 7,5% (που είναι το επιτόκιο που ισχύει για το Δημόσιο ή το εξωτραπεζικό - δικαιοπρακτικό, που συνήθως δέχονται τα διοικητικά δικαστήρια).
Ετσι η πιο πιθανή προοπτική είναι να υποχρεωθεί το Δημόσιο να επιστρέψει πολύ περισσότερα από όσα εισέπραξε, αφού ο τόκος είναι υπερδιπλάσιος του πληθωρισμού.
Παράλληλα, όσοι πλήρωσαν μπορούν και τώρα να προσφύγουν δικαστικά, ιδίως αν είχαν επιφυλαχθεί για τη νομιμότητα της πληρωμής.
Το Δημόσιο, εξάλλου, δεν θα μπορεί να περιορίσει τις επιστροφές χρημάτων μόνο σε όσους υπέβαλαν αγωγές (με τον γνωστό ισχυρισμό που πάγια επικαλούνται οι εκάστοτε κυβερνήσεις, ότι οι δικαστικές αποφάσεις αφορούν μόνο όσους προσέφυγαν στα δικαστήρια), αλλά θα υποχρεωθεί να επιστρέψει το σύνολο των χρημάτων σε όλους τους φορολογούμενους με σχετική νομοθετική ρύθμιση (όπως είχε γίνει π.χ. με το οικογενειακό επίδομα και τον ΛΑΦΚΑ).
Αλλωστε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεσμεύτηκε στις προγραμματικές δηλώσεις της, ότι σε περίπτωση που κρίνονται νομοθετήματα αντισυνταγματικά, θα ακολουθούν νομοθετικές ρυθμίσεις για την αποκατάσταση της νομιμότητας σε όλα τα επίπεδα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η νομολογία του ΣτΕ έχει δεχθεί ότι, μετά τη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας ενός νομοθετήματος, οι πολίτες μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο Δημόσιο αξιώνοντας να έχουν για λόγους ισότητας παρόμοια μεταχείριση. Και αν το αίτημά τους δεν γίνει δεκτό, τότε υπάρχει «παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας», οπότε ο πολίτης δικαιώνεται δικαστικά.
Το Σύνταγμα
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο (πρόεδρος η πρωτοδίκης Αγλαϊα Δημητροπούλου) απέκρουσε τους ισχυρισμούς που υπέβαλε το Δημόσιο λίγες μέρες μετά τη δίκη (ο εκπρόσωπος του Δημοσίου δεν είχε εμφανιστεί στο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, γεγονός που δημιούργησε ερωτηματικά και πυροδότησε εντάσεις) σύμφωνα με τους οποίους το μέτρο είναι συνταγματικό, γιατί δεν αποτελεί φόρο, αλλά έκτακτη οικονομική επιβάρυνση που υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης.
Ομως το Δικαστήριο τονίζει ότι το Σύνταγμα (άρθρο 78, παρ. 2) θεσπίζει γενική απαγόρευση αναδρομικής επιβολής, πέραν του προηγούμενου έτους, για οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο δυσμενέστερο των ήδη ισχυόντων.
Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
Ερωτηματικά για το ΣτΕ
Ερωτηματικά δημιουργήθηκαν χθες αν μία τέτοια υπόθεση μπορεί να φθάσει μέχρι το ΣτΕ ή το Διοικητικό Εφετείο, αφού πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση (του Ν. Δένδια) έθεσε ως χρηματικό «πλαφόν» για το ΣτΕ να υπάρχει οικονομικό αντικείμενο άνω των 40.000 ευρώ ή 20.000 για το Διοικητικό Εφετείο (στη συγκεκριμένη υπόθεση η εισφορά ήταν 10.000 ευρώ για εισοδήματα ύψους περίπου 378.000 ευρώ).
Ωστόσο, το Δημόσιο (ή ο φορολογούμενος) μπορεί να πετύχει τη συνέχιση μιας δίκης στο ΣτΕ, εάν αποδείξει ότι υφίσταται σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις (άρα δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του), όπως μπορεί να συμβεί όταν εκκρεμούν χιλιάδες δίκες που μπορεί να επιβαρύνουν σημαντικά τα οικονομικά του κράτους.
Στο δικαστήριο είχαν ασκήσει παρέμβαση υπέρ του φορολογούμενου το σωματείο «Ο Συνήγορος του Φορολογούμενου» και η «Πανελλήνια Ενωση Φοροτεχνών Επιστημόνων». Υπολογίζεται ότι περίπου 130.000 φορολογούμενοι κατέβαλαν ποσά 1.000 έως 25.000 ευρώ ο καθένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου