Θέλοντας να εξερευνήσει τις επιδράσεις της οικονομικής κρίσης της περιόδου 1929 - 1933, στα μέσα του 1933, το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο ανέλαβε να καταρτίσει χρηματιστηριακούς δείκτες για τις αξίες σταθερού και μεταβλητού εισοδήματος που διαπραγματεύονταν την εποχή εκείνη στο Χρηματιστήριο Αξιών της Αθήνας. Η μελέτη που συντάχθηκε είχε τίτλο: "Δείκτης των Χρηματιστηριακών Διακυμάνσεων των Ελληνικών Αξιών Σταθερού και Μεταβλητού Εισοδήματος κατά την Πενταετίαν 1928 - 1933".
Πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια κατασκευής χρηματιστηριακών δεικτών στην Ελλάδα. Οι δείκτες που κατασκευάστηκαν το 1933, αναδρομικά από το 1929, υπολογίζονταν σε μηνιαία βάση έως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1930. Η επόμενη προσπάθεια κατασκευής χρηματιστηριακών δεικτών, έγινε από τις υπηρεσίες του Χρηματιστηρίου της Αθήνας το 1964, με αναδρομικό υπολογισμό από το 1954.Η ομάδα δεικτών που δημιουργήθηκε το 1933 περιλάμβανε το Γενικό Δείκτη και τους εξής κλαδικούς δείκτες: Τραπεζικών εταιριών (6 μετοχές), Βιομηχανικών εταιριών (7 μετοχές), Ατμοπλοϊκών εταιριών (2 μετοχές), Οινοποιητικών εταιριών (2 μετοχές), Οικοδομικών εταιριών (4 μετοχές) και Υφαντουργικών εταιριών (3 μετοχές).
Με βάση τις σημερινές γνώσεις και εμπειρία μας για τους χρηματιστηριακούς δείκτες, κρίνουμε ότι η μεθοδολογία και οι μαθηματικοί τύποι που χρησιμοποιήθηκαν στον υπολογισμό των δεικτών ήταν επαρκείς και επιστημονικά ικανοποιητικοί. Και μάλιστα, ήταν πολύ πιο ικανοποιητικοί από τη μεθοδολογία και τους τύπους που χρησιμοποιήθηκαν στον υπολογισμό των δεικτών κατά το 1964 και το 1972.
Όμως, για τους παλαιότερους χρηματιστηριακούς δείκτες του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, θα ασχοληθούμε σε προσεχές άρθρο.
Στο παρόν άρθρο, θέλουμε να εξετάσουμε την πορεία του τραπεζικού δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας κατά την περίοδο 1928 - 1933 και την σύγκριση της πορείας του σε σχέση με την πορεία της ευρύτερης χρηματιστηριακής αγοράς.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο τραπεζικός δείκτης του 1933, συντέθηκε από 6 τραπεζικές μετοχές: 1) Εθνική Τράπεζα, 2) Τράπεζα Αθηνών, 3) Τράπεζα Ανατολής, 4) Εμπορική Τράπεζα, 5) Τράπεζα Βιομηχανίας, 6) Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της περιόδου, προκύπτει ότι οι παραπάνω 6 μετοχές συνέθεταν το 94,90% των συνολικών συναλλαγών του τραπεζικού κλάδου.
Παράλληλα, ο Τραπεζικός δείκτης κάλυπτε το 35,29% των συνολικών συναλλαγών του Χρηματιστηρίου κατά την εξεταζόμενη περίοδο.
Η στάθμιση των τραπεζικών μετοχών, εντός του τραπεζικού δείκτη, είχε ως ακολούθως: 1) 1) Εθνική Τράπεζα: 31,59%, 2) Τράπεζα Αθηνών: 20,25%, 3) Τράπεζα Ανατολής: 8,31%, 4) Εμπορική Τράπεζα: 26,14%, 5) Τράπεζα Βιομηχανίας: 13,52%, 6) Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως: 0,19%.
Οι οικονομικές εξελίξεις της περιόδου:
Συγκριτικά με ότι συνέβη στις ΗΠΑ ή και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οικονομικές εξελίξεις της περιόδου 1929 - 1930, δεν ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς για την Ελλάδα. Αντίθετα απ' ότι ευρέως πιστεύεται, η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα κατά τα χρόνια 1928 - 1933 δεν ήταν τόσο σημαντική. Με βάση τα στοιχεία της μελέτης του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου "Οι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας της Ελλάδος κατά τα έτη 1928-1924" (Αθήνα 1935), με βάση το έτος 1928 = 100, στα τέλη του 1933, ο Γενικός Δείκτης Οικονομικής Δραστηριότητας έφθασε στο 96. Ο δε Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής, από το 1928 = 100, στα τέλη του 1933 έφθασε στο 119 ( ο συγκεκριμένος δείκτης σημείωσε κάμψη μόνον μεταξύ του καλοκαιριού του 1930 και του καλοκαιριού του 1931).
Αυτό οφείλεται στο ότι, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε μία κατάσταση "απογείωσης", έτσι ώστε οι δυσμενείς συνθήκες της διεθνούς οικονομίας να μην προκαλέσουν σημαντική κάμψη στα μεγέθη της. Όμως, λόγω της νομισματικής αναστάτωσης που επικράτησε κατά την περίοδο 1931 έως τα τέλη του 1932, υπήρξε σημαντική επιδείνωση στον εξαγωγικό και εισαγωγικό τομέα της οικονομίας, εξέλιξη που προκάλεσε ζημιές στις επιχειρήσεων του τομέα αυτού.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε η προσωρινή διακοπή της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, καθώς οι εξελίξεις στις αγορές έδειχναν μία επερχόμενη νομισματική αναστάτωση. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1931, η Αγγλία αποχώρησε από το "χρυσό κανόνα" (αποδέσμευσε τη στερλίνα από το χρυσό). Καθώς η δραχμή ήταν τότε συνδεδεμένη με τη στερλίνα, σημειώθηκε μεγάλη διαρροή συναλλάγματος στο εξωτερικό και επικράτησε μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία.
Αντί η Ελλάδα να εγκαταλείψει τη χρυσή βάση, όπως έγινε με τη στερλίνα, αποφασίζεται η σύνδεση με το αμερικανικό δολάριο. Δηλαδή, με άλλο νόμισμα χρυσής βάσης (το δολάριο θα εγκαταλείψει αργότερα τον «χρυσό κανόνα»). Τελικά, η δραχμή εγκαταλείπει με καθυστέρηση τη "χρυσή βάση" στις 26 Απριλίου 1932. Επανέρχεται το καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας του παρελθόντος. Αυτό οδηγεί σε μεγάλη υποτίμηση τη δραχμή και εγκαταλείπεται το πρόγραμμα σταθεροποίησής της που είχε αρχίσει από το 1927-1928 και πάνω στο οποίο βασίστηκε όλο το οικονομικό πρόγραμμα της Κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις και η υποτίμηση της δραχμής οδηγούν την Κυβέρνηση να δηλώσει "στάση πληρωμών" των δανείων της, την 1η Μαίου 1932. Σημειώνεται ότι αποφασίστηκε μόνον η μη εξυπηρέτηση των χρεωλυσίων (του κεφαλαίου), ενώ οι τόκοι θα εξυπηρετούντο κανονικά. Αργότερα (το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους), η Κυβέρνηση προχωρά σε συνεννόηση με τους πιστωτές της και συμφωνεί την πληρωμή ποσοστού των τόκων και χρονική μετατόπιση της οφειλής του υπολοίπου τμήματος.
Αντίθετα απ' ότι ευρύτερα πιστεύεται, το επίπεδο των τιμών στο ελληνικό Χρηματιστήριο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, δεν κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1929. Όπως σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, οι τιμές ήταν έντονα ανοδικές κατά την περίοδο 1926 έως το φθινόπωρο του 1928. Από την αρχή του 1929 παρατηρείται πτώση των τιμών, η οποία εντείνεται μετά το χρηματιστηριακό "κράχ" του Οκτωβρίου του 1929.
Κατά το 1929, η τιμή του Γενικού Δείκτη υποχώρησε κατά 29,98%, ενώ οι απώλειες στον τραπεζικό δείκτη έφθασαν στο 21,96%. Κατά το 1930, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στις ΗΠΑ, οι τιμές στο ελληνικό Χρηματιστήριο σημείωσαν μικρότερη υποχώρηση. Το μέγεθος της πτώσης εντάθηκε κατά το 1931, έως τις 18 Σεπτεμβρίου οπότε και διεκόπησαν οι συναλλαγές. Μετά το άνοιγμα της χρηματιστηριακής αγοράς, στις 15/12/1932, υπήρξε μία βίαιη πτωτική προσαρμογή των τιμών, για να ακολουθήσει στη συνέχεια μία περίοδος ανόδου, έως και τον Ιούνιο του 1933, οπότε και ολοκληρώνεται η έρευνα του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου.
Πιο συγκεκριμένα, οι αποδόσεις του Γενικού και του Τραπεζικού δείκτη κατά την περίοδο που εξετάζουμε ήταν:
1929: Γενικός: -29,98, Τραπεζικός: -21,96%.
1930: Γενικός: -12,97%, Τραπεζικός: -5,70%.
1931 (έως 18/9): Γενικός: -26,06%, Τραπεζικός: -23,18%.
1932 (από 15/12 έως 31/12): Γενικός: -29,79, Τραπεζικός: -31,61%.
1933 (έως 30/6): Γενικός: +9,10%, Τραπεζικός: +13,78%
Για το σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου (31/12/1928 έως 30/6/1933), ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 65,47% και ο Τραπεζικός Δείκτης κατά 56,01%.
Βεβαίως, θα πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας ότι, κατά την περίοδο 1928 - 1932, η δραχμή ήταν (έμμεσα) προσδεδεμένη με το χρυσό. Η τιμή της χρυσής λίρας καθ' όλο το διάστημα από το 1928 έως τις 26/4/1932 ήταν 375 δραχμές. Έως τις 31/12/1932 είχε υποχωρήσει στις 897,1 δραχμές, ενώ ως τον Ιούνιο του 1933 είχε βελτιωθεί στις 862,1 δραχμές.
Από την άλλη πλευρά, ο επίσημος δείκτης τιμαρίθμου, μεταξύ του 1928 και του 1933 είχε αυξηθεί κατά 8,16%.
Το πρόβλημα του πληθωρισμού πάντα υπάρχει στους χρηματιστηριακούς δείκτες. Η διεθνής πρακτική λέει ότι οι δείκτες δεν αναπροσαρμόζονται λόγω της ύπαρξης πληθωρισμού. Άλλωστε και ο δείκτης που χρησιμοποιούμε σήμερα στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, είναι επηρεασμένος από τα υψηλά ποσοστά του πληθωρισμού κατά την περίοδο 1980-1998.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου, εάν θέλαμε να "αποπληθωρίσουμε" τις τιμές των μετοχών, τότε, η πτώση που προκύπτει για το σύνολο των διαπραγματευόμενων μετοχών κατά την περίοδο 1928 - 1933 φθάνει στο 61,50%, ενώ για το σύνολο των τραπεζικών μετοχών φθάνει στο -59,44%.
Καθώς δεν ενδείκνυται να χρησιμοποιήσουμε το ποσοστό της πτώσης της αξίας της δραχμής σε σχέση με τη χρυσή λίρα για να υπολογίσουμε την πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών, κάνουμε αυτό μόνο σε επίπεδο τιμών μεμονωμένων μετοχών. Έτσι, αν θελήσουμε να διαπιστώσουμε το μέγεθος της πτώσης των τιμών των τραπεζικών μετοχών, στη βάση ενός σταθερού νομίσματος, τότε θα χρησιμοποιήσουμε την εξέλιξη της ισοτιμίας της δραχμής με τη χρυσή λίρα. Στον παρακάτω πίνακα, εμφανίζονται οι τιμές του συνόλου των τραπεζικών μετοχών της περιόδου εκείνης κατά τις ημερομηνίες 31/12/1928 και 31/12/1932.
Ας σημειωθεί ότι, μεταξύ του 1928 εισήχθησαν για διαπραγμάτευση οι μετοχές της Τράπεζας της Ελλάδος, της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας και της Τράπεζας Λακωνίας.
Αντίθετα, διεγράφησαν οι μετοχές των παρακάτω τραπεζών:
Τράπεζα Ανατολής: το 1932 απορροφήθηκε από τη μητρική της Εθνική Τράπεζα.
Τράπεζα Βιομηχανίας: Η Τράπεζα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας στην κρίση του 1929 - 1930. Παρά της προσπάθειες της Κυβέρνησης και της Εθνικής να αποπευχθεί η κατάρρευσή της, η πτώχευση μίας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που πιστοδοτούσε θα παρασύρει και την Τράπεζα σε εκούσια εκκαθάριση.
Τράπεζα Θεσσαλίας: Δε μπόρεσε να αντέξει την αδυναμία πληρωμών πολλών από τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούσε και οι οποίες κατά ένα μεγάλο μέρος ανήκαν στον ίδιο όμιλο ή σε έναν κλειστό κύκλο επιχειρηματιών γύρω απ' αυτόν. Διαλύθηκε το 1929.
Αγγλοαμερικανική Τράπεζα: Διέκοψε τις εργασίες της το 1929 κατά τη διάρκεια της πιστωτικής και της οικονομικής κρίσης. Η Διοίκησή της κατηγορήθηκε για ατασθαλίες, ενώ από την πτώχευσή της οι καταθέτες της ζημιώθηκαν περίπου 32 εκατομμύρια δραχμές.
Τράπεζα Σάμου: Διαλύθηκε με απόφαση των μετόχων το 1929 κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι, παρά το γεγονός ότι η κρίση της περιόδου 1929-1933 δεν επηρέασε σημαντικά την ελληνική παραγωγή και την κατάσταση της οικονομίας, επηρέασε όμως την "κεφαλαιακή" και "χρηματιστική" πλευρά της. Οι δείκτες παραγωγής σημείωσαν μεν μία υστέρηση και κάμψη σε σχέση με τους προηγούμενους ρυθμούς ανόδου, επανήλθαν όμως σύντομα σε τροχιά ανόδου. Όμως, τόσο το νόμισμα, όσο κυρίως το Χρηματιστήριο υπέστησαν μία σημαντική πτώση. Το Χρηματιστήριο μπόρεσε να επανέλθει στις προ του 1929 τιμές, μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
nooz.gr
Δευτέρα 10 Μαΐου 2010
1928 - 1933: Η πορεία του τραπεζικού κλάδου στο Χ.Α.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου